Εναλλακτικός τίτλος: «Ship of fools»
Ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν... πολυταξιδεμένο.
Αιώνες και αιώνες ταξίδευε μέσα εις τη Μεσόγειο.
Ήταν γερό σκαρί και όμορφο.
Είχε πελασγικά μάρμαρα και μινωικές ζωγραφιές. Τις αλυσίδες τις είχαν σφυρηλατήσει Αχαιοί και...
τα πανιά ήταν φτιαγμένα από φιλοσοφικούς χιτώνες. Σημαία είχε βυζαντινή, με ένα δικέφαλο αετό. Στην πρύμνη μια γοργόνα-Παναγιά με φουστανέλα, σμιλεμένη από το Χαλεπά και βαμμένη από το Θεόφιλο.
Αλλά στο τελευταίο του ταξίδι είχε χαθεί και χρόνια πολλά γύρευε να βρει την Ιθάκη –ή κάποιο άλλο οποιοδήποτε λιμάνι.
Στα κουπιά είχε κάποτε γερούς κωπηλάτες, μα εξαθλιωμένους πια και με ραγισμένο -από την αλμύρα και τον ήλιο- δέρμα.
Παλιότερα οι κωπηλάτες έλεγαν και κάνα τραγούδι εκεί πάνω στο μόχθο, αλλά με τα χρόνια και την απογοήτευση της μάταιης αναζήτησης είχαν γίνει σκυθρωποί και μοχθηροί.
Πίσω, στο τιμόνι, βρισκόντουσαν οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί και οι ορντινάτσες τους. Αυτοί καλοπερνούσαν και έτρωγαν και πίναν’ και λογαριασμό δε δίναν’, αφού είχαν φροντίσει να έχουν γεμάτες τις καμπίνες τους με κλοπιμαία.
Αλλά το τιμόνι κανείς τους δεν έπιανε, έτσι το καράβι παράδερνε στα κύματα και στις θάλασσες, χωρίς να φαίνεται πουθενά η Ιθάκη.
Και σε πεντέξι... δεκαετίες σωθήκαν όλες οι τροφές, οε οε, οε, ο ε.
Σωθήκαν οι τροφές που ήταν για τους κωπηλάτες, γιατί οι καπεταναίοι, οι αξιωματούχοι και οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.
Ξενηστικωμένοι κι άθλιοι οι κωπηλάτες –όσοι δε χάθηκαν απ’ το σκορβούτο- άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους και να ρίχνουν κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί.
Οι κωπηλάτες της δεξιάς πτέρυγας κατηγορούσαν εκείνους της αριστερής, κι εκείνοι -με τη σειρά τους- τους ανταπέδιδαν τα ίσα.
Κάθε τόσο κάποιος σηκωνόταν, κοιτούσε πίσω στο τιμόνι και φώναζε:
«Μα δείτε! Εκείνοι τρώνε, πίνουν και λογαριασμό δε δίνουν.»
Και όλοι συμφωνούσαν, αλλά κανείς δεν πήγαινε να πιάσει το τιμόνι και να ρίξει τους καπεταναίους στη θάλασσα, μόνο έβριζαν μέσα από τα δόντια τους, μούτζωναν και συνέχιζαν να τραβάνε κουπί.
Κάποια στιγμή ένας της δεξιάς πτέρυγας κατέβηκε στο αμπάρι να ψάξει ξανά για τρόφιμα και εκεί βρήκε... έναν λαθρεπιβάτη.
Τον ανέβασε στο κατάστρωμα τραβώντας ‘τον από τις αλυσίδες που είχε στο λαιμό.
«Ορίστε!» φώναξε. «Αυτός μας έφαγε τις προμήθειες και μείναμε νηστικοί. Το καράβι μας δεν έχει φαγητό ούτε για εμάς, λαθρεπιβάτες θα ταΐζουμε; Να τον ρίξουμε στους καρχαρίες να σωθούμε.»
Τότε οι πιο πολλοί κωπηλάτες άρχισαν να φωνάζουν:
«Θάνατος στο λαθρεπιβάτη! Για να σωθούμε!»
Και οι καπεταναίοι, με τις γεμάτες τους κοιλιές και τα λιγδωμένα τους μουστάκια, φώναζαν κι εκείνοι:
«Θάνατος στο λαθρεπιβάτη! Για να σωθείτε!»
Και ο λαθρεπιβάτης, με τις αλυσίδες στο λαιμό, πάλευε να ξεφύγει, βαρώντας όποιον έβρισκε μπροστά του.
Τότε σηκώθηκε ένας άλλος κωπηλάτης και είπε:
«Μα καλά, δε θυμάστε; Δεν είναι λαθρεπιβάτης, δούλος είναι. Τον έφεραν οι καπεταναίοι για να σφουγγαρίζει, να κάνει ματσακόνι και να βάφει. Να κάνει όλες τις δουλειές που δε θέλαμε να κάνουμε εμείς. Δε θυμάστε που τον ταΐζαμε ξεροκόμματα όλα αυτά τα χρόνια;»
Αλλά, μες στο θυμό και στην απόγνωση, οι κωπηλάτες δεν ήθελαν να ακούσουν, δεν ήθελαν να θυμούνται, δεν ήθελαν να ξέρουν.
Έπιασαν το λαθρεπιβάτη και τον πέταξαν στη θάλασσα.
Πανηγυρίζανε όσο τον έβλεπαν να βουλιάζει, αλλά μετά από λίγο, όταν έσβησε η έξαψη της ανθρωποθυσίας, μια μάνα είδε το παιδί της με τουμπανιασμένη την κοιλιά από την πείνα και ρώτησε, μονολόγησε μάλλον:
«Και τώρα; Τώρα τι κάνουμε; Ξεφορτωθήκαμε το λαθρεπιβάτη, αλλά πάλι φαΐ δεν έχουμε.»
Κάποιοι κωπηλάτες αποφάσισαν να φύγουν και κολυμπώντας έφτασαν σε άλλα καράβια που έπλεαν εκεί κοντά. Αλλά σε ‘κεινα τα καράβια τους πέταξαν στα αμπάρια και τους είχαν για δούλους, υποψήφιους για την επόμενη ανθρωποθυσία, όταν το δικό τους καράβι θα κινδύνευε.
Και οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί και οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.
Και οι κωπηλάτες συνέχιζαν να κωπηλατούν και να πεθαίνουν πάνω στα κουπιά, βρίζοντας μέσα από τα δόντια τους.
Και το καράβι των τρελών συνέχιζε ακυβέρνητο, χωρίς πουθενά να φαίνεται στεριά, χωρίς πουθενά να φαίνεται κάποια Ιθάκη.
Γελωτοποιός
Ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν... πολυταξιδεμένο.
Αιώνες και αιώνες ταξίδευε μέσα εις τη Μεσόγειο.
Ήταν γερό σκαρί και όμορφο.
Είχε πελασγικά μάρμαρα και μινωικές ζωγραφιές. Τις αλυσίδες τις είχαν σφυρηλατήσει Αχαιοί και...
τα πανιά ήταν φτιαγμένα από φιλοσοφικούς χιτώνες. Σημαία είχε βυζαντινή, με ένα δικέφαλο αετό. Στην πρύμνη μια γοργόνα-Παναγιά με φουστανέλα, σμιλεμένη από το Χαλεπά και βαμμένη από το Θεόφιλο.
Αλλά στο τελευταίο του ταξίδι είχε χαθεί και χρόνια πολλά γύρευε να βρει την Ιθάκη –ή κάποιο άλλο οποιοδήποτε λιμάνι.
Στα κουπιά είχε κάποτε γερούς κωπηλάτες, μα εξαθλιωμένους πια και με ραγισμένο -από την αλμύρα και τον ήλιο- δέρμα.
Παλιότερα οι κωπηλάτες έλεγαν και κάνα τραγούδι εκεί πάνω στο μόχθο, αλλά με τα χρόνια και την απογοήτευση της μάταιης αναζήτησης είχαν γίνει σκυθρωποί και μοχθηροί.
Πίσω, στο τιμόνι, βρισκόντουσαν οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί και οι ορντινάτσες τους. Αυτοί καλοπερνούσαν και έτρωγαν και πίναν’ και λογαριασμό δε δίναν’, αφού είχαν φροντίσει να έχουν γεμάτες τις καμπίνες τους με κλοπιμαία.
Αλλά το τιμόνι κανείς τους δεν έπιανε, έτσι το καράβι παράδερνε στα κύματα και στις θάλασσες, χωρίς να φαίνεται πουθενά η Ιθάκη.
Και σε πεντέξι... δεκαετίες σωθήκαν όλες οι τροφές, οε οε, οε, ο ε.
Σωθήκαν οι τροφές που ήταν για τους κωπηλάτες, γιατί οι καπεταναίοι, οι αξιωματούχοι και οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.
Ξενηστικωμένοι κι άθλιοι οι κωπηλάτες –όσοι δε χάθηκαν απ’ το σκορβούτο- άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους και να ρίχνουν κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί.
Οι κωπηλάτες της δεξιάς πτέρυγας κατηγορούσαν εκείνους της αριστερής, κι εκείνοι -με τη σειρά τους- τους ανταπέδιδαν τα ίσα.
Κάθε τόσο κάποιος σηκωνόταν, κοιτούσε πίσω στο τιμόνι και φώναζε:
«Μα δείτε! Εκείνοι τρώνε, πίνουν και λογαριασμό δε δίνουν.»
Και όλοι συμφωνούσαν, αλλά κανείς δεν πήγαινε να πιάσει το τιμόνι και να ρίξει τους καπεταναίους στη θάλασσα, μόνο έβριζαν μέσα από τα δόντια τους, μούτζωναν και συνέχιζαν να τραβάνε κουπί.
Κάποια στιγμή ένας της δεξιάς πτέρυγας κατέβηκε στο αμπάρι να ψάξει ξανά για τρόφιμα και εκεί βρήκε... έναν λαθρεπιβάτη.
Τον ανέβασε στο κατάστρωμα τραβώντας ‘τον από τις αλυσίδες που είχε στο λαιμό.
«Ορίστε!» φώναξε. «Αυτός μας έφαγε τις προμήθειες και μείναμε νηστικοί. Το καράβι μας δεν έχει φαγητό ούτε για εμάς, λαθρεπιβάτες θα ταΐζουμε; Να τον ρίξουμε στους καρχαρίες να σωθούμε.»
Τότε οι πιο πολλοί κωπηλάτες άρχισαν να φωνάζουν:
«Θάνατος στο λαθρεπιβάτη! Για να σωθούμε!»
Και οι καπεταναίοι, με τις γεμάτες τους κοιλιές και τα λιγδωμένα τους μουστάκια, φώναζαν κι εκείνοι:
«Θάνατος στο λαθρεπιβάτη! Για να σωθείτε!»
Και ο λαθρεπιβάτης, με τις αλυσίδες στο λαιμό, πάλευε να ξεφύγει, βαρώντας όποιον έβρισκε μπροστά του.
Τότε σηκώθηκε ένας άλλος κωπηλάτης και είπε:
«Μα καλά, δε θυμάστε; Δεν είναι λαθρεπιβάτης, δούλος είναι. Τον έφεραν οι καπεταναίοι για να σφουγγαρίζει, να κάνει ματσακόνι και να βάφει. Να κάνει όλες τις δουλειές που δε θέλαμε να κάνουμε εμείς. Δε θυμάστε που τον ταΐζαμε ξεροκόμματα όλα αυτά τα χρόνια;»
Αλλά, μες στο θυμό και στην απόγνωση, οι κωπηλάτες δεν ήθελαν να ακούσουν, δεν ήθελαν να θυμούνται, δεν ήθελαν να ξέρουν.
Έπιασαν το λαθρεπιβάτη και τον πέταξαν στη θάλασσα.
Πανηγυρίζανε όσο τον έβλεπαν να βουλιάζει, αλλά μετά από λίγο, όταν έσβησε η έξαψη της ανθρωποθυσίας, μια μάνα είδε το παιδί της με τουμπανιασμένη την κοιλιά από την πείνα και ρώτησε, μονολόγησε μάλλον:
«Και τώρα; Τώρα τι κάνουμε; Ξεφορτωθήκαμε το λαθρεπιβάτη, αλλά πάλι φαΐ δεν έχουμε.»
Κάποιοι κωπηλάτες αποφάσισαν να φύγουν και κολυμπώντας έφτασαν σε άλλα καράβια που έπλεαν εκεί κοντά. Αλλά σε ‘κεινα τα καράβια τους πέταξαν στα αμπάρια και τους είχαν για δούλους, υποψήφιους για την επόμενη ανθρωποθυσία, όταν το δικό τους καράβι θα κινδύνευε.
Και οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί και οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.
Και οι κωπηλάτες συνέχιζαν να κωπηλατούν και να πεθαίνουν πάνω στα κουπιά, βρίζοντας μέσα από τα δόντια τους.
Και το καράβι των τρελών συνέχιζε ακυβέρνητο, χωρίς πουθενά να φαίνεται στεριά, χωρίς πουθενά να φαίνεται κάποια Ιθάκη.
Γελωτοποιός