γραφει ο αρισταρχος
Πλησιάζω στον καθρέπτη. Αυτό που βλέπω δεν μ’ αρέσει. Ατημέλητος! Αξύριστος! Αναμαλλιασμένος! Άπλυτος! Ανεγκέφαλος!
Νιώθω άδειο το κεφάλι μου. Καυτή η αναπνοή μου γεμάτη καούρες και ξινίλες από το βραδινό οινοπνευματώδες κραιπάλεμα. Τι έκανα; Που ήμουν ; Τι ήπια; Να πάρει…
δεν θυμάμαι τίποτα. Κι αυτό το κοκκινάδι στην δεξιά μεριά από τα χείλια μου τι είναι, πως έγινε, ποιος τόκανε;
Λοιπόν μάγκα, κόψε τις βλακείες και συγκεντρώσου. Δύο τινά θα συμβούν. Ή θα κόψεις το ποτό ή … για στάσου. Από πού θυμάσαι και μέχρι που; Κι αυτό τι είναι; Γρατσουνιά; Για πλησίασε πιο πολύ στον μικρό στρόγγυλο και μεγεθυντικό καθρέπτη και… ωχ σακατεύτηκα. Πρωί πρωί τι τα θες τα ακροβατικά ρε ληγμένε. Σακάτεψα την μύτη μου πάνω στον μεγάλο. Εδώ δεν θυμάσαι από χτες τίποτα. Θέλεις και να δω! Από το πολύ πιοτό κρέμασαν τα μάτια μου και βλέπω μυωπικά.
Φτου ρε! Ας το πάρουμε πάλι… . Για κάνε λίγο έτσι… χμ . Τώρα εδώ που τα λέμε το δεξιό σου προφίλ είναι πανέμορφο. Από τα δεξιά να κοιτάς τις γκόμενες ρέεεεεεε. Για ξανασκέψου κάτι ψαλιδίσματα γυναικεία. Έ… αυτό είναι. Ποια και πως. Ωχ κάτι αρχίζω και θυμάμαι και δεν(;) μ’ αρέσει. Σκατά, πλύσου να φύγει η αποβλάκωση και τα ξαναλέμε. Ναι αλλά η Σόνια… σκάσε και πλύσου πρώτα.
Ωχ παγωμένο το νερό. Κοκκίνισαν τα μούτρα μου. Τι διάολο ζεστό νερό δεν έχει;. Καλά που είμαι; Η μάνα μου πάντα άναβε θερμοσίφωνα, κι ας φώναζε ο γέρος. Είπα ο γέρος; Που ρε γαμώτο σήμερα είναι το χρονίσιο μνημόσυνο και έπρεπε να είμαι εκεί στο σπίτι στην μάνα μου. Τι διάολο ώρα είναι; Εννιά; βράδυ; Την κάτσαμε. Κοίτα πάλι ρε, μηδέν εννιά μηδέν μηδέν. Κόπανε, είναι μετά μεσονύχτιο που λένε δηλαδή πρωί. Έχεις ακόμα πολλή ώρα μέχρι τις δέκα. Κι αυτό το κινητό τάπαιξε κλείνει όποτε θέλει. Καιρός να τ’ αλλάξουμε. Κάνε όνειρα, με τι λεφτά. Πιάσε πρώτα δουλειά και ύστερα… .Να πούμε της γριάς να μας κόψει ένα budget.
Πετσέτα, πετσέτα, άσε. Θα στεγνώσεις μόνος σου. Πώ… πω, σαν παπάς έγινα. Θέλω κούρεμα, κι ο κουρέας θέλει δεκάρικο. Τι θέλω και πάω σ’ αυτόν τον αλμπάνη, σαν τραγί με κουρεύει. Δεν είχε τι να κάνει πήγε σ’ εκείνα του ΟΑΕΔ και παριστάνει τον κουρέα. Μ’ αρέσει που ήθελε να το κάνει και κομμωτήριο ανδρών γυναικών. Ά τον μαλ…κα. Έγραψε και ταμπέλα ακριβή απ’ έξω από την πολυκατοικία ”Coiffure Vangil”. Στο σχολείο για να πει παπαγάλος έκανε πέντε τσεβδίσματα. Χα! Και με το που ξεκινάει το κούρεμα σε πρήζει στο κουτσομπολιό για ανθρώπους που δεν ξέρεις. Θέλεις να του πεις ”άσε ρε μεγάλε, τι με νοιάζει τι κάνει η ξαδέρφη σου η Μαριγούλα με τον Μήτσο” Αλλά έλα που είμαι ευγενής να πούμε. Δηλαδή εδώ που τα λέμε ούτε που τον ακούω. Όσο με κουρεύει σκέφτομαι τα δικά μου, αλλά και το μικράκι που έβαλε πονηρός στο ταμείο μ’ εκείνο το μίνι και κάνει κάτι ψαλιδιές δήθεν αδιάφορα. Έβαλε και τον καθρέπτη λοξά για να βλέπει ο πελάτης ανφάς και προφίλ τα… ψαλιδίσματα και τα θεόρατα “γαργάλατα”. Έτσι γέμισε πελάτες. Πάνε κάτι παππούδες της πεντηκοστής και κάνουν οφθαλμόλουτρο κι ο Vangil μαζεύει τα λεφτά. Κουρεύονται κάθε δυό μέρες. Ουρά, αφού κλείνουν ραντεβού. Και συ αξιολύπητε που είσαι τριάντα επτά σ’ αυτόν πας.
Καλά, έχεις ξεφύγει τελείως και ασχολείσαι με τον Βαγγέλη τον κουρέα. Τα χάλια σου δεν τα βλέπεις; Για θυμήσου που ήσουν και τι έκανες χτες; Δηλαδή πριν λίγες ώρες. Μα καλά η Σόνια ήταν… ! Φτου ρε, με ποια ήμουν; Τι έκανα; Πόσο ήπια; Δεν θυμάμαι. Και τώρα να, θέλω να ξεράσω, ζαλίζομαι πόσο ήπια ρε γαμώτο. Για τέντωσε λίγο το κορμί σου να σε δω. Πώπω χάλιιιιι!
Τι χάλι ρε καλός είμαι, μόνο τα μαλλιά μου για φτύσιμο. Με τον Vangil πούμπλεξα. Μπα, θα φύγω θα πάω στην γωνία έχει ένα γκομενάκι που σου κάνει και μπάνι ο χωρίς έξτρα. Κοίτα, ξυρίσου να πας σαν άνθρωπος στο μνημόσυνο και ύστερα κοίτα να δούμε τι θα κάνουμε γιατί είναι και κείνο το μαλακ…νο που σε είδε στο μπαράκι και θα τα ξεράσει όλα στην Σόνια. Κι άντε να καθαρίσεις. Ούτε με σφαίρες
Πάντως για όσο θυμάμαι καλά πέρασα με κείνο τοοοοο… τι σε νοιάζει πως το λέγαν; Πάντως ήταν κορμάρα. Έλα εν τάξει τρεις τέσσερις ώρες ξεγνοιασιάς ήταν. Κι αν δεν θυμάμαι, τι έγινε; Περάσαμε ωραία, αυτό μετράει. Για την Σόνια όμως δεν θυμάμαι που πήγε. Ά, στην γιαγιά της στην Σκόπελο. Χμ! Για στάσου ρε μάγκα. Η γιαγιά της μένει στα Τρίκαλα και όχι στην Σκόπελο. Τηλέφωνο, αμέσως τηλέφωνο. Τι τηλέφωνο; Σταθερό δεν έχει. Το κινητό, το κινητό. Ναι αλλά αυτό δεν σου λέει τόπο!
Σταμάτα ρε σχιζοφρενή, ηρέμησε. Πέρασες καλά χτες ναι ή όχι; Απ’ ότι θυμάμαι ναι. Απ’ ότι θυμάσαι… κι αν κόλλησες τίποτα; Αμάν, μην μου βάζεις ιδέες γιατί θα με γονατίσουν.
Η Σόνια στην γιαγιά της κι εγώ ένα ρεμάλι μπροστά στον καθρέπτη. Κι η ώρα στις εννιά και ένα λεπτό!
Πλησιάζω στον καθρέπτη. Αυτό που βλέπω δεν μ’ αρέσει. Ατημέλητος! Αξύριστος! Αναμαλλιασμένος! Άπλυτος! Ανεγκέφαλος!
Νιώθω άδειο το κεφάλι μου. Καυτή η αναπνοή μου γεμάτη καούρες και ξινίλες από το βραδινό οινοπνευματώδες κραιπάλεμα. Τι έκανα; Που ήμουν ; Τι ήπια; Να πάρει…
δεν θυμάμαι τίποτα. Κι αυτό το κοκκινάδι στην δεξιά μεριά από τα χείλια μου τι είναι, πως έγινε, ποιος τόκανε;
Λοιπόν μάγκα, κόψε τις βλακείες και συγκεντρώσου. Δύο τινά θα συμβούν. Ή θα κόψεις το ποτό ή … για στάσου. Από πού θυμάσαι και μέχρι που; Κι αυτό τι είναι; Γρατσουνιά; Για πλησίασε πιο πολύ στον μικρό στρόγγυλο και μεγεθυντικό καθρέπτη και… ωχ σακατεύτηκα. Πρωί πρωί τι τα θες τα ακροβατικά ρε ληγμένε. Σακάτεψα την μύτη μου πάνω στον μεγάλο. Εδώ δεν θυμάσαι από χτες τίποτα. Θέλεις και να δω! Από το πολύ πιοτό κρέμασαν τα μάτια μου και βλέπω μυωπικά.
Φτου ρε! Ας το πάρουμε πάλι… . Για κάνε λίγο έτσι… χμ . Τώρα εδώ που τα λέμε το δεξιό σου προφίλ είναι πανέμορφο. Από τα δεξιά να κοιτάς τις γκόμενες ρέεεεεεε. Για ξανασκέψου κάτι ψαλιδίσματα γυναικεία. Έ… αυτό είναι. Ποια και πως. Ωχ κάτι αρχίζω και θυμάμαι και δεν(;) μ’ αρέσει. Σκατά, πλύσου να φύγει η αποβλάκωση και τα ξαναλέμε. Ναι αλλά η Σόνια… σκάσε και πλύσου πρώτα.
Ωχ παγωμένο το νερό. Κοκκίνισαν τα μούτρα μου. Τι διάολο ζεστό νερό δεν έχει;. Καλά που είμαι; Η μάνα μου πάντα άναβε θερμοσίφωνα, κι ας φώναζε ο γέρος. Είπα ο γέρος; Που ρε γαμώτο σήμερα είναι το χρονίσιο μνημόσυνο και έπρεπε να είμαι εκεί στο σπίτι στην μάνα μου. Τι διάολο ώρα είναι; Εννιά; βράδυ; Την κάτσαμε. Κοίτα πάλι ρε, μηδέν εννιά μηδέν μηδέν. Κόπανε, είναι μετά μεσονύχτιο που λένε δηλαδή πρωί. Έχεις ακόμα πολλή ώρα μέχρι τις δέκα. Κι αυτό το κινητό τάπαιξε κλείνει όποτε θέλει. Καιρός να τ’ αλλάξουμε. Κάνε όνειρα, με τι λεφτά. Πιάσε πρώτα δουλειά και ύστερα… .Να πούμε της γριάς να μας κόψει ένα budget.
Πετσέτα, πετσέτα, άσε. Θα στεγνώσεις μόνος σου. Πώ… πω, σαν παπάς έγινα. Θέλω κούρεμα, κι ο κουρέας θέλει δεκάρικο. Τι θέλω και πάω σ’ αυτόν τον αλμπάνη, σαν τραγί με κουρεύει. Δεν είχε τι να κάνει πήγε σ’ εκείνα του ΟΑΕΔ και παριστάνει τον κουρέα. Μ’ αρέσει που ήθελε να το κάνει και κομμωτήριο ανδρών γυναικών. Ά τον μαλ…κα. Έγραψε και ταμπέλα ακριβή απ’ έξω από την πολυκατοικία ”Coiffure Vangil”. Στο σχολείο για να πει παπαγάλος έκανε πέντε τσεβδίσματα. Χα! Και με το που ξεκινάει το κούρεμα σε πρήζει στο κουτσομπολιό για ανθρώπους που δεν ξέρεις. Θέλεις να του πεις ”άσε ρε μεγάλε, τι με νοιάζει τι κάνει η ξαδέρφη σου η Μαριγούλα με τον Μήτσο” Αλλά έλα που είμαι ευγενής να πούμε. Δηλαδή εδώ που τα λέμε ούτε που τον ακούω. Όσο με κουρεύει σκέφτομαι τα δικά μου, αλλά και το μικράκι που έβαλε πονηρός στο ταμείο μ’ εκείνο το μίνι και κάνει κάτι ψαλιδιές δήθεν αδιάφορα. Έβαλε και τον καθρέπτη λοξά για να βλέπει ο πελάτης ανφάς και προφίλ τα… ψαλιδίσματα και τα θεόρατα “γαργάλατα”. Έτσι γέμισε πελάτες. Πάνε κάτι παππούδες της πεντηκοστής και κάνουν οφθαλμόλουτρο κι ο Vangil μαζεύει τα λεφτά. Κουρεύονται κάθε δυό μέρες. Ουρά, αφού κλείνουν ραντεβού. Και συ αξιολύπητε που είσαι τριάντα επτά σ’ αυτόν πας.
Καλά, έχεις ξεφύγει τελείως και ασχολείσαι με τον Βαγγέλη τον κουρέα. Τα χάλια σου δεν τα βλέπεις; Για θυμήσου που ήσουν και τι έκανες χτες; Δηλαδή πριν λίγες ώρες. Μα καλά η Σόνια ήταν… ! Φτου ρε, με ποια ήμουν; Τι έκανα; Πόσο ήπια; Δεν θυμάμαι. Και τώρα να, θέλω να ξεράσω, ζαλίζομαι πόσο ήπια ρε γαμώτο. Για τέντωσε λίγο το κορμί σου να σε δω. Πώπω χάλιιιιι!
Τι χάλι ρε καλός είμαι, μόνο τα μαλλιά μου για φτύσιμο. Με τον Vangil πούμπλεξα. Μπα, θα φύγω θα πάω στην γωνία έχει ένα γκομενάκι που σου κάνει και μπάνι ο χωρίς έξτρα. Κοίτα, ξυρίσου να πας σαν άνθρωπος στο μνημόσυνο και ύστερα κοίτα να δούμε τι θα κάνουμε γιατί είναι και κείνο το μαλακ…νο που σε είδε στο μπαράκι και θα τα ξεράσει όλα στην Σόνια. Κι άντε να καθαρίσεις. Ούτε με σφαίρες
Πάντως για όσο θυμάμαι καλά πέρασα με κείνο τοοοοο… τι σε νοιάζει πως το λέγαν; Πάντως ήταν κορμάρα. Έλα εν τάξει τρεις τέσσερις ώρες ξεγνοιασιάς ήταν. Κι αν δεν θυμάμαι, τι έγινε; Περάσαμε ωραία, αυτό μετράει. Για την Σόνια όμως δεν θυμάμαι που πήγε. Ά, στην γιαγιά της στην Σκόπελο. Χμ! Για στάσου ρε μάγκα. Η γιαγιά της μένει στα Τρίκαλα και όχι στην Σκόπελο. Τηλέφωνο, αμέσως τηλέφωνο. Τι τηλέφωνο; Σταθερό δεν έχει. Το κινητό, το κινητό. Ναι αλλά αυτό δεν σου λέει τόπο!
Σταμάτα ρε σχιζοφρενή, ηρέμησε. Πέρασες καλά χτες ναι ή όχι; Απ’ ότι θυμάμαι ναι. Απ’ ότι θυμάσαι… κι αν κόλλησες τίποτα; Αμάν, μην μου βάζεις ιδέες γιατί θα με γονατίσουν.
Η Σόνια στην γιαγιά της κι εγώ ένα ρεμάλι μπροστά στον καθρέπτη. Κι η ώρα στις εννιά και ένα λεπτό!