Της Πέπης Ρηγοπούλου
Η λίστα. Θα μπορούσε να είναι τίτλος πολιτικού θρίλερ. Με τους πρώτους τίτλους της ταινίας ο θεατής θα μπορούσε να δει τα χέρια κάποιου που το πρόσωπό του θα έμενε κρυμμένο στο σκοτάδι να πληκτρολογούν υποβάλλοντας τη λίστα που θα βλέπαμε στην οθόνη στην αναγκαία επεξεργασία.
Εύκολα… Γρήγορα. Απλά. Με τη χαρακτηριστική άνεση που επιδεικνύουν οι χειριστές στα αμερικανικά σίριαλ που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο θαυμαστός κόσμος του υπολογιστή είναι το κέντρο της ζωής μας. Στην οθόνη ένα, δύο, τρία ή δεκατρία τα ενοχλητικά ονόματα διαγράφονται. Διαγραφή, αντιγραφή, παραγραφή. Η νέα λίστα είναι εντάξει.
Οχι όμως και τόσο εντάξει. Κάποιοι έχουν κρατήσει την παλιά, την αυθεντική λίστα. Ο φακός μετακινείται γρήγορα. Πολιτικά γραφεία, συσκέψεις των μίντια, δηλώσεις στο Κοινοβούλιο, άνκορμεν, ανκοργουίμεν και αλληλοσφαζόμενοι ειδήμονες στα παραθυράκια της τηλεόρασης. Το νέο της διαγραφής των ονομάτων και της πλαστογραφίας της λίστας κυκλοφορεί, γίνεται μείζον πολιτικό θέμα που απειλεί τη συνοχή αν όχι και την ύπαρξη της κυβέρνησης. Καταγγέλλεται ο υπόλογος για την «επεξεργασία» που συμβαίνει να είναι αυτός που υπέγραψε για να μπούμε στο Μνημόνιο και ακολουθεί διαγραφή του σε χρόνο ντε-τε. Επέρχεται κάθαρση και μετά από αυτό, μας λένε, η κυβέρνησή μας εξέρχεται ενισχυμένη.
Πόσο και πώς ενισχυμένη; Το σενάριο της ταινίας μας μένει ως προς το φινάλε του ασυμπλήρωτο. Ο σεναριογράφος μπορεί να διαλέξει το χάπι εντ. Να μας πει ότι ο εντοπισμός και η τιμωρία του κατηγορούμενου ως ενόχου έφερε την κάθαρση. Ή αντίθετα να μας πει ότι δεν υπάρχει μία, αλλά δυο, τρεις, πολλές λίστες. Τόσες όσες χρειάζονται για να εξοντωθούν πολιτικά όσοι υπηρέτησαν τις πολιτικές των συμβάσεων και των μνημονίων. Τόσες, ενδεχομένως, όσες χρειάζονται για να διαλυθεί όχι απλώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα που συγκυβερνά, αλλά το ίδιο το σύστημα εξουσίας, με επικεφαλής τους νταβατζήδες που με αφέλεια και αθυροστομία κατέδειξε ο Κώστας Καραμανλής, αντί να πράξει για να τους εξουδετερώσει πριν τον εξουδετερώσουν εκείνοι.
Μένει κάποιος άλλος. Ο σκηνοθέτης, που αρνείται να βγει από το σκοτάδι, αλλά που κρατά στα χέρια του το μοντάζ, τα σπέσιαλ εφέ και τη δυνατότητα να δώσει το τέλος που αυτός θέλει. Και η απορία που μένει είναι: Τι ήθελε όχι να πει αλλά να κάνει ο ποιητής; Πόσο καιρό αυτές ή άλλες λίστες κοιμούνταν σε κάποια συρτάρια; Μήπως όσο χρειαζόταν για να υπακούσουν υπό την απειλή άγνωστων εκβιασμών όσοι χρειάζονταν για να θεμελιωθεί η οικονομική, πολιτική και εθνική υποτέλεια της Ελλάδας; Και τι θα γίνει αν, ερήμην ενδεχομένως του σκηνοθέτη, κάποιοι μπορέσουν, επειδή τυχαίνει να μην υπόκεινται σε εκβιασμό, να αμφισβητήσουν το σενάριο; Τι θα γίνει δηλαδή όταν αυτές οι λύσεις που ήταν μια κάποια (πολύ χρήσιμη) λύση τελειώσουν;
Η λίστα. Θα μπορούσε να είναι τίτλος πολιτικού θρίλερ. Με τους πρώτους τίτλους της ταινίας ο θεατής θα μπορούσε να δει τα χέρια κάποιου που το πρόσωπό του θα έμενε κρυμμένο στο σκοτάδι να πληκτρολογούν υποβάλλοντας τη λίστα που θα βλέπαμε στην οθόνη στην αναγκαία επεξεργασία.
Εύκολα… Γρήγορα. Απλά. Με τη χαρακτηριστική άνεση που επιδεικνύουν οι χειριστές στα αμερικανικά σίριαλ που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο θαυμαστός κόσμος του υπολογιστή είναι το κέντρο της ζωής μας. Στην οθόνη ένα, δύο, τρία ή δεκατρία τα ενοχλητικά ονόματα διαγράφονται. Διαγραφή, αντιγραφή, παραγραφή. Η νέα λίστα είναι εντάξει.
Οχι όμως και τόσο εντάξει. Κάποιοι έχουν κρατήσει την παλιά, την αυθεντική λίστα. Ο φακός μετακινείται γρήγορα. Πολιτικά γραφεία, συσκέψεις των μίντια, δηλώσεις στο Κοινοβούλιο, άνκορμεν, ανκοργουίμεν και αλληλοσφαζόμενοι ειδήμονες στα παραθυράκια της τηλεόρασης. Το νέο της διαγραφής των ονομάτων και της πλαστογραφίας της λίστας κυκλοφορεί, γίνεται μείζον πολιτικό θέμα που απειλεί τη συνοχή αν όχι και την ύπαρξη της κυβέρνησης. Καταγγέλλεται ο υπόλογος για την «επεξεργασία» που συμβαίνει να είναι αυτός που υπέγραψε για να μπούμε στο Μνημόνιο και ακολουθεί διαγραφή του σε χρόνο ντε-τε. Επέρχεται κάθαρση και μετά από αυτό, μας λένε, η κυβέρνησή μας εξέρχεται ενισχυμένη.
Πόσο και πώς ενισχυμένη; Το σενάριο της ταινίας μας μένει ως προς το φινάλε του ασυμπλήρωτο. Ο σεναριογράφος μπορεί να διαλέξει το χάπι εντ. Να μας πει ότι ο εντοπισμός και η τιμωρία του κατηγορούμενου ως ενόχου έφερε την κάθαρση. Ή αντίθετα να μας πει ότι δεν υπάρχει μία, αλλά δυο, τρεις, πολλές λίστες. Τόσες όσες χρειάζονται για να εξοντωθούν πολιτικά όσοι υπηρέτησαν τις πολιτικές των συμβάσεων και των μνημονίων. Τόσες, ενδεχομένως, όσες χρειάζονται για να διαλυθεί όχι απλώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα που συγκυβερνά, αλλά το ίδιο το σύστημα εξουσίας, με επικεφαλής τους νταβατζήδες που με αφέλεια και αθυροστομία κατέδειξε ο Κώστας Καραμανλής, αντί να πράξει για να τους εξουδετερώσει πριν τον εξουδετερώσουν εκείνοι.
Μένει κάποιος άλλος. Ο σκηνοθέτης, που αρνείται να βγει από το σκοτάδι, αλλά που κρατά στα χέρια του το μοντάζ, τα σπέσιαλ εφέ και τη δυνατότητα να δώσει το τέλος που αυτός θέλει. Και η απορία που μένει είναι: Τι ήθελε όχι να πει αλλά να κάνει ο ποιητής; Πόσο καιρό αυτές ή άλλες λίστες κοιμούνταν σε κάποια συρτάρια; Μήπως όσο χρειαζόταν για να υπακούσουν υπό την απειλή άγνωστων εκβιασμών όσοι χρειάζονταν για να θεμελιωθεί η οικονομική, πολιτική και εθνική υποτέλεια της Ελλάδας; Και τι θα γίνει αν, ερήμην ενδεχομένως του σκηνοθέτη, κάποιοι μπορέσουν, επειδή τυχαίνει να μην υπόκεινται σε εκβιασμό, να αμφισβητήσουν το σενάριο; Τι θα γίνει δηλαδή όταν αυτές οι λύσεις που ήταν μια κάποια (πολύ χρήσιμη) λύση τελειώσουν;