Δυο διατάξεις της τρικομματικής κυβέρνησης και δυο ανακοινώσεις των καναλαρχών σφραγίζουν και πιστοποιούν τη διαπλεκόμενη σχέση για τη διαιώνιση του τηλεοπτικού ολιγοπωλίου στον χώρο της τηλεοπτικής αγοράς. Η διάταξη για την παράταση των προσωρινών τηλεοπτικών αδειών «μέχρι την έκδοση των επίσημων αδειών λειτουργίας» και η διάταξη για το πάγωμα είσπραξης του ειδικού φόρου 20% από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις ώς τις 31.12.2014.
Το κράτος, σε αντίθεση με τη φορολόγηση των πολλών, αποποιείται των εσόδων που θα μπορούσε να έχει από τη διαφημιστική αγορά, η οποία κατευθύνεται σε λίγους καναλάρχες. Αν έχουν δίκιο τα κανάλια ότι ο φόρος είναι εξοντωτικός και πυροδοτεί το φιτίλι της βιωσιμότητάς τους, τότε με την ίδια θέρμη θα περίμενε κάποιος να ταχθούν εναντίον της αβάσταχτης φορολόγησης όλων των πολιτών και όλων των κλάδων. Αν πληρώνουν όλοι οι άλλοι και εξαιρείται η τηλεόραση, πρόκειται για ανταλλακτική συμφωνία διαπλοκής.
Η στάση των ιδιοκτητών τηλεόρασης είναι επίσης σαφής. Αντιδρώντας σε όσους επισημαίνουν τη διαρκή κατάληψη των δημόσιων συχνοτήτων χωρίς αντάλλαγμα υπό καθεστώς γενικής ανομίας, επιρρίπτουν ευθύνες στο κράτος που τους εξαναγκάζει σε πελατειακές σχέσεις και υπόγειες διαβουλεύσεις. Ζητούν παράλληλα να μην πληρώνουν εφεξής για τις συχνότητες, να καταργηθεί δηλαδή πλήρως η υποχρέωση τελών για τις συχνότητες, με επιχείρημα τις ψηφιακές επενδύσεις που αναγκάζονται να κάνουν. Και την ίδια ώρα, μέσω της εταιρείας της Digea, συνεχίζουν τη διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για τους όρους της ψηφιακής εκπομπής των μεγάλων καναλιών.
Τα οποία παραμένουν «παράνομα» υπό το ιδιότυπο καθεστώς προσωρινής νομιμότητας. Η υποχρέωση του κράτους να εκδώσει τις τηλεοπτικές άδειες δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε εκδόθηκε η αναγκαία υπουργική απόφαση για το τέλος των συχνοτήτων. Αντ’ αυτών έγινε νόμος η ευρωπαϊκή Οδηγία σύμφωνα με την οποία οι συχνότητες αποδίδονται (δημοπρατούνται) σε παρόχους δικτύου ενώ οι τηλεοπτικοί σταθμοί σε ρόλο «παρόχου περιεχομένου» θα πρέπει να αδειοδοτηθούν για το πρόγραμμά τους από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Ανάπτυξης ανακοίνωσε πως οι ψηφιακές συχνότητες θα προκηρυχθούν εντός του πρώτου 3μηνου του 2013 ενώ η ψηφιακή τηλεοπτική μετάβαση προχωράει με στόχο να καλυφθούν τα 2/3 της χώρας ώς το τέλος του 2013. Πουθενά δεν γίνεται λόγος για την τηλεοπτική αδειοδότηση. Δηλαδή θα δώσουν τις δημόσιες συχνότητες στην εταιρεία (πάροχο δικτύου) στην οποία μετέχουν τα έξι κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, ενώ ως τηλεοπτικές εταιρείες θα παραμείνουν προσωρινά «νόμιμες» για να συνεχίσουν την ψηφιακή επέκταση ώς το τέλος του 2013;
Το ερώτημα είναι εύλογο και χωρίς απάντηση. Η ψηφιακή μετάβαση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώθηκε τυπικά στις 31 Δεκεμβρίου του 2012, με ελάχιστες εξαιρέσεις χωρών που δεν ολοκλήρωσαν το πέρασμα στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση. Η Ελλάδα δεν αναφέρεται πλέον σε κανένα επίσημο απολογιστικό έγγραφο της ψηφιακής τηλεοπτικής μετάβασης ενώ η κυβέρνηση αναμένει απάντηση στο αίτημα του υπουργείου Ανάπτυξης να δοθεί ένας χρόνος παράταση στην από την Κομισιόν ελεγχόμενη διαδικασία δημοπράτησης των τηλεοπτικών συχνοτήτων για τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας.
Το κράτος, σε αντίθεση με τη φορολόγηση των πολλών, αποποιείται των εσόδων που θα μπορούσε να έχει από τη διαφημιστική αγορά, η οποία κατευθύνεται σε λίγους καναλάρχες. Αν έχουν δίκιο τα κανάλια ότι ο φόρος είναι εξοντωτικός και πυροδοτεί το φιτίλι της βιωσιμότητάς τους, τότε με την ίδια θέρμη θα περίμενε κάποιος να ταχθούν εναντίον της αβάσταχτης φορολόγησης όλων των πολιτών και όλων των κλάδων. Αν πληρώνουν όλοι οι άλλοι και εξαιρείται η τηλεόραση, πρόκειται για ανταλλακτική συμφωνία διαπλοκής.
Η στάση των ιδιοκτητών τηλεόρασης είναι επίσης σαφής. Αντιδρώντας σε όσους επισημαίνουν τη διαρκή κατάληψη των δημόσιων συχνοτήτων χωρίς αντάλλαγμα υπό καθεστώς γενικής ανομίας, επιρρίπτουν ευθύνες στο κράτος που τους εξαναγκάζει σε πελατειακές σχέσεις και υπόγειες διαβουλεύσεις. Ζητούν παράλληλα να μην πληρώνουν εφεξής για τις συχνότητες, να καταργηθεί δηλαδή πλήρως η υποχρέωση τελών για τις συχνότητες, με επιχείρημα τις ψηφιακές επενδύσεις που αναγκάζονται να κάνουν. Και την ίδια ώρα, μέσω της εταιρείας της Digea, συνεχίζουν τη διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για τους όρους της ψηφιακής εκπομπής των μεγάλων καναλιών.
Τα οποία παραμένουν «παράνομα» υπό το ιδιότυπο καθεστώς προσωρινής νομιμότητας. Η υποχρέωση του κράτους να εκδώσει τις τηλεοπτικές άδειες δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε εκδόθηκε η αναγκαία υπουργική απόφαση για το τέλος των συχνοτήτων. Αντ’ αυτών έγινε νόμος η ευρωπαϊκή Οδηγία σύμφωνα με την οποία οι συχνότητες αποδίδονται (δημοπρατούνται) σε παρόχους δικτύου ενώ οι τηλεοπτικοί σταθμοί σε ρόλο «παρόχου περιεχομένου» θα πρέπει να αδειοδοτηθούν για το πρόγραμμά τους από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Ανάπτυξης ανακοίνωσε πως οι ψηφιακές συχνότητες θα προκηρυχθούν εντός του πρώτου 3μηνου του 2013 ενώ η ψηφιακή τηλεοπτική μετάβαση προχωράει με στόχο να καλυφθούν τα 2/3 της χώρας ώς το τέλος του 2013. Πουθενά δεν γίνεται λόγος για την τηλεοπτική αδειοδότηση. Δηλαδή θα δώσουν τις δημόσιες συχνότητες στην εταιρεία (πάροχο δικτύου) στην οποία μετέχουν τα έξι κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, ενώ ως τηλεοπτικές εταιρείες θα παραμείνουν προσωρινά «νόμιμες» για να συνεχίσουν την ψηφιακή επέκταση ώς το τέλος του 2013;
Το ερώτημα είναι εύλογο και χωρίς απάντηση. Η ψηφιακή μετάβαση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώθηκε τυπικά στις 31 Δεκεμβρίου του 2012, με ελάχιστες εξαιρέσεις χωρών που δεν ολοκλήρωσαν το πέρασμα στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση. Η Ελλάδα δεν αναφέρεται πλέον σε κανένα επίσημο απολογιστικό έγγραφο της ψηφιακής τηλεοπτικής μετάβασης ενώ η κυβέρνηση αναμένει απάντηση στο αίτημα του υπουργείου Ανάπτυξης να δοθεί ένας χρόνος παράταση στην από την Κομισιόν ελεγχόμενη διαδικασία δημοπράτησης των τηλεοπτικών συχνοτήτων για τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας.