Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ανέβηκε στην ταράτσα και πέταξε στην άσφαλτο το σώμα του. Άνεργος. Την αξιοπρέπεια και την ψυχή του την είχαν πετάξει προ πολλού στα μπάζα οι κυνικοί. Έμφοβοι άνθρωποι παντού, απελπισμένοι και καθηλωμένοι νέοι, κι όμως κανείς δεν αντιδρά. Κανένας σπασμός, ούτε καν αντανακλαστικός. Βλέμματα αδειανά μόνο.
Και ο «τεχνοκράτης» με το αεράτο βάδισμα να επιπλήττει τους υπουργούς που συμπεριφέρονται, λέει, «σαν συνδικαλιστές»! Τι ήθελε άραγε να πει; Ότι τολμούν να αντιστέκονται στους «ηρώδειους» φορολογικούς παραλογισμούς του; Ή μήπως ότι δεν υπακούουν στον αυθέντη Σόιμπλε που δηλώνει παρά την ανθρωπιστική κρίση ότι θα πιέζει συνεχώς τους Έλληνες;
Αυτοί που κυριαρχούν φαίνεται ότι έχουν χάσει απολύτως το στόχο, χτυπημένοι χαυνωτικά από την αυτοϊκανοποίηση της κυριαρχίας τους επί του ανθρώπου. Φαίνεται ότι οι νάρκισσοι της δύναμης και του χρήματος υποκαθιστούν τον Κόσμο(Σύμπαν) με τον μικρόκοσμό τους και το Παν με τα μικροπάθη τους.
Γι’ αυτό έχουμε, πλέον, έναν κόσμο χωρίς άνθρωπο και έναν άνθρωπο χωρίς κόσμο, ζώντας τον πολιτισμό του στιγμιαίου, εκείνου που αναπτύσσεται και σαπίζει επιτόπου. Σ’ αυτή την επικρατούσα λογική οι πολλοί (οι σκλάβοι της εργασίας) είναι οι αναλώσιμοι της Ιστορίας, η οποία είναι το ατέλειωτο χρονικό θριάμβων των «εχόντων» στο μεγάλο συμπόσιο της κοινωνίας, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αλληλοσπαρασσόμενα είδη στο μεγάλο συμπόσιο της ζούγκλας! Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τους διασπαστικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό της κοινωνίας και την κατανάλωση φθόνου, φόβου, ρατσισμού, κομφορμισμού και της ακόρεστης επιθυμίας για κέρδος, δίνει τη χαριστική βολή στην πολιτική.
Οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι και οι αδύνατοι εκλαμβάνονται ως βάρος, ως καταραμένο απόθεμα, ως λίπος-χρέος από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί η κοινωνία για να συνεχίσει να υφίσταται. Συνεχίστε, συνεπώς, να αφαιρείτε λίπος, κάντε τους φτωχούς να καταλάβουν ότι δεν είναι εκμεταλλευόμενοι, ότι είναι ξεπερασμένοι και αδέξιοι, ότι είναι τεμπέληδες και ότι η «σοφία» είναι ο κοινός νους που περιλαμβάνει τις δύο πνευματικότητες, αυτή του λογιστή κι εκείνη του εφόρου. Ό,τι υπερβαίνει αυτές τις δύο «πνευματικότητες» εξοβελίζεται ως ακαταλαβίστικος ελιτισμός, ως εμπόδιο στη ρευστότητα της αγοράς και τη μικροφυσική της υπακοής.
Η μικροφυσική της υπακοής σημαίνει την προσαρμογή στη νόρμα ενός ανθρώπου που έχει καταστεί ένα πολύχρωμο ετερόκλητο μωσαϊκό, χωρίς συνδετικό, ενοποιό νόημα-ιστό και όπου κάθε η ψηφίδα έχει την αυτόνομη αξία χρήσης της, ως μέρος, ως δεξιότητα. Αυτός ο «άνθρωπος δεξιότητα ή εξάρτημα» (l’ home rouage) δεν έχει ψυχή!
Η προσωπικότητα -η αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα- δημιουργεί προβλήματα, τριβές, αφού προσδίδει νόημα στη λειτουργία της «μηχανής» και γι’ αυτό αφαιρείται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η κατάθλιψη και ο αυτοχειριασμός είναι η έσχατη πράξη άρνησης της απώλειας της αυτοεκτίμησης, η ύστατη αμυντική αντίδραση του κατακερματισμένου ανθρώπου μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής απώλειας του εαυτού.
Κάποτε, ο ξευτιλισμένος εργαζόμενος έβρισκε την ισορροπία του, καταφεύγοντας στους οργανωμένους ομοίους του, στο σωματείο. Αλλά σήμερα τα συνδικάτα δεν αμφισβητούν. Η αμφισβήτηση λογίζεται ως αμετροέπεια, που δεν ερμηνεύεται πια ως «ιεροσυλία», αλλά σαν «παράνοια».
Από εδώ αρχίζουν να εμφανίζονται ένα-ένα τα διαγνωστικά στοιχεία της «γραφικότητας» και της απονέκρωσης του κοινωνικού ιστού.
Ανέβηκε στην ταράτσα και πέταξε στην άσφαλτο το σώμα του. Άνεργος. Την αξιοπρέπεια και την ψυχή του την είχαν πετάξει προ πολλού στα μπάζα οι κυνικοί. Έμφοβοι άνθρωποι παντού, απελπισμένοι και καθηλωμένοι νέοι, κι όμως κανείς δεν αντιδρά. Κανένας σπασμός, ούτε καν αντανακλαστικός. Βλέμματα αδειανά μόνο.
Και ο «τεχνοκράτης» με το αεράτο βάδισμα να επιπλήττει τους υπουργούς που συμπεριφέρονται, λέει, «σαν συνδικαλιστές»! Τι ήθελε άραγε να πει; Ότι τολμούν να αντιστέκονται στους «ηρώδειους» φορολογικούς παραλογισμούς του; Ή μήπως ότι δεν υπακούουν στον αυθέντη Σόιμπλε που δηλώνει παρά την ανθρωπιστική κρίση ότι θα πιέζει συνεχώς τους Έλληνες;
Αυτοί που κυριαρχούν φαίνεται ότι έχουν χάσει απολύτως το στόχο, χτυπημένοι χαυνωτικά από την αυτοϊκανοποίηση της κυριαρχίας τους επί του ανθρώπου. Φαίνεται ότι οι νάρκισσοι της δύναμης και του χρήματος υποκαθιστούν τον Κόσμο(Σύμπαν) με τον μικρόκοσμό τους και το Παν με τα μικροπάθη τους.
Γι’ αυτό έχουμε, πλέον, έναν κόσμο χωρίς άνθρωπο και έναν άνθρωπο χωρίς κόσμο, ζώντας τον πολιτισμό του στιγμιαίου, εκείνου που αναπτύσσεται και σαπίζει επιτόπου. Σ’ αυτή την επικρατούσα λογική οι πολλοί (οι σκλάβοι της εργασίας) είναι οι αναλώσιμοι της Ιστορίας, η οποία είναι το ατέλειωτο χρονικό θριάμβων των «εχόντων» στο μεγάλο συμπόσιο της κοινωνίας, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αλληλοσπαρασσόμενα είδη στο μεγάλο συμπόσιο της ζούγκλας! Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τους διασπαστικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό της κοινωνίας και την κατανάλωση φθόνου, φόβου, ρατσισμού, κομφορμισμού και της ακόρεστης επιθυμίας για κέρδος, δίνει τη χαριστική βολή στην πολιτική.
Οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι και οι αδύνατοι εκλαμβάνονται ως βάρος, ως καταραμένο απόθεμα, ως λίπος-χρέος από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί η κοινωνία για να συνεχίσει να υφίσταται. Συνεχίστε, συνεπώς, να αφαιρείτε λίπος, κάντε τους φτωχούς να καταλάβουν ότι δεν είναι εκμεταλλευόμενοι, ότι είναι ξεπερασμένοι και αδέξιοι, ότι είναι τεμπέληδες και ότι η «σοφία» είναι ο κοινός νους που περιλαμβάνει τις δύο πνευματικότητες, αυτή του λογιστή κι εκείνη του εφόρου. Ό,τι υπερβαίνει αυτές τις δύο «πνευματικότητες» εξοβελίζεται ως ακαταλαβίστικος ελιτισμός, ως εμπόδιο στη ρευστότητα της αγοράς και τη μικροφυσική της υπακοής.
Η μικροφυσική της υπακοής σημαίνει την προσαρμογή στη νόρμα ενός ανθρώπου που έχει καταστεί ένα πολύχρωμο ετερόκλητο μωσαϊκό, χωρίς συνδετικό, ενοποιό νόημα-ιστό και όπου κάθε η ψηφίδα έχει την αυτόνομη αξία χρήσης της, ως μέρος, ως δεξιότητα. Αυτός ο «άνθρωπος δεξιότητα ή εξάρτημα» (l’ home rouage) δεν έχει ψυχή!
Η προσωπικότητα -η αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα- δημιουργεί προβλήματα, τριβές, αφού προσδίδει νόημα στη λειτουργία της «μηχανής» και γι’ αυτό αφαιρείται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η κατάθλιψη και ο αυτοχειριασμός είναι η έσχατη πράξη άρνησης της απώλειας της αυτοεκτίμησης, η ύστατη αμυντική αντίδραση του κατακερματισμένου ανθρώπου μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής απώλειας του εαυτού.
Κάποτε, ο ξευτιλισμένος εργαζόμενος έβρισκε την ισορροπία του, καταφεύγοντας στους οργανωμένους ομοίους του, στο σωματείο. Αλλά σήμερα τα συνδικάτα δεν αμφισβητούν. Η αμφισβήτηση λογίζεται ως αμετροέπεια, που δεν ερμηνεύεται πια ως «ιεροσυλία», αλλά σαν «παράνοια».
Από εδώ αρχίζουν να εμφανίζονται ένα-ένα τα διαγνωστικά στοιχεία της «γραφικότητας» και της απονέκρωσης του κοινωνικού ιστού.