του Δημήτρη Καμπουράκη
Βρε καλώς τον καινούριο χρόνο. Πέρασε μέσα, καλέ μου κύριε. Βολέψου.
Ξέρεις πού. Πάνω στον σβέρκο μου. Βολέψου και συνέχισε τη δουλειά σου. Κύρτωσε λίγο περισσότερο τη ράχη μου, τσιμένταρε μια στάλα παραπάνω τους οσφυϊκούς μου σπονδύλους. Κάνε λίγο πιο...
μυγιάγγιχτο το στομάχι μου, δώσε μου μια ξαφνική σουβλιά στο γόνατο. Μετάτρεψε σε μικρή περιπέτεια τη μεταμεσονύχτια χώνεψη μου και το πρωινό δέσιμο των κορδονιών μου. Πρόσθεσε μερικά παραπάνω λιπίδια στις αρτηρίες μου, μείωσε κι άλλο τον χώρο που έχουν τα πνευμόνια μου για καθαρό αέρα. Θέρισε όσες τρίχες άντεξαν ως τώρα πάνω στο κεφάλι μου, φρόντισε το πέος μου να δείχνει συνεχώς έξι ώρα, κάνε γιορτινό δωράκι στο δέρμα μου μια ντουζίνα στίγματα και πανάδες. Ρίξε μια ενισχυμένη δόση πρεσβυωπίας στα μάτια μου, κάψε μερικά ακόμα εκατομμύρια απ’ τα εγκεφαλικά μου κύτταρα.
Συνέχισε ακάθεκτος το έργο σου. Επιβεβαίωσε μου πως όσα ονειρεύτηκα στα νιάτα μου, δεν ήταν γραφτό να γίνουν. Πείσε με πως ό,τι όσα έκανα στη ζωή μου, σχεδόν όλα λάθος ήταν. Θύμισε μου ότι δεν υπάρχει γραμμική άνοδος της ευημερίας και ότι οι κοινωνίες με την παρέλευση των δεκαετιών δεν εκπολιτίζονται υποχρεωτικά. Ενίοτε εξαγριώνονται, εξαχρειώνονται και εκπορνεύονται. Εξήγησε μου πως έτσι που τα ‘φτιαξα, καταδίκασα τους επόμενους να περάσουν χειρότερα από μένα και να αποδειχτούν πιο αγράμματοι και πιο ανενδοίαστοι από μένα. Στήσε γύρω μου ένα πλέγμα αποτυχίας και απογοήτευσης, συνέχισε τη σπορά της μελλοντικής γεροντικής μου κατάθλιψης. Κάνε δουλειά σου εσύ.
Εγώ πάλι θα κάνω τη δική μου. Θα σκαρφαλώνω πάνω σε πλαγιές κι ας αγκομαχώ σαν προπολεμικό τρένο. Θα φοράω πολυεστιακούς φακούς σε φλώρικους χρωματιστούς σκελετούς, θ’ αφήσω χαίτη όσα μαλλιά μου απόμειναν και θα τα κάνω γελοίο κοτσιδάκι πίσω. Όσο θα με σπρώχνεις στο κρεβάτι μου για να ξεκουραστώ, τόσο θα ξενυχτώ μέχρι τελικής κατάρρευσης. Όσο θα αποκαθηλώνεις τις χαρές μου, τόσο θα εφευρίσκω επιδερμικούς τρόπους να ικανοποιούμαι. Θα λιώσω στα ιαματικά λουτρά, στα τρίπλεξ καρωτίδων και στις κωλονοσκοπήσεις. Εσύ θα φυτεύεις στον πισινό μου μικρά καρκινάκια, εγώ θα σ’ ακολουθώ από πίσω και θα τα ξεριζώνω. Θα κηρύξω πόλεμο στην ακινησία των αρθρώσεων μου και στην κατάληψη του μυαλού μου από εμμονές θλίψης και αποτυχίας. Θα γράφω, θα φωνάζω, θα διαβάζω, θα γκρινιάζω, θα οργίζομαι, θα απαιτώ, θα κλαίω, θα ονειρεύομαι.
Δε θα παραδοθώ εύκολα ρε. Θα κάνω τον κόσμο άνω-κάτω ψάχνοντας αγοραστή της ψυχής μου με αντίτιμο την ήττα σου. Μη γελάς… κι αν τον βρω; Θα φυτεύω δέντρα ψηλά, ελιές, ιτιές και ευκαλύπτους και θα τα ανασταίνω τάζοντας τους ότι θα στρώσω ολόκληρο πασχαλινό τραπέζι στον ίσκιο τους. Κάθε πρωί θα κόβω τα κρέατα μου για να βεβαιώνομαι ότι πονάω, άρα είμαι ζωντανός. Και κάθε βράδυ θα παίρνω χάπια με τους χούφτες και θα σπέρνω παιδιά, για να ‘χεις εσύ να τρως. Παιδιά που θα τα ορκίσω να κάνουνε το ίδιο. Πρώτα θα σβήσεις εσύ και μετά η φύτρα μου. Πρώτα θα με σιχαθείς και μετά θα φύγω. Δε θα σου δώσω τη χαρά να ξαπλώσω και να κοιτάζω παραδομένος το ταβάνι, ίσια μπροστά θα κοιτάζω και θα στραβομουτσουνιάζω. Κάθε φορά που θα με τραβάς προς την έξοδο, εγώ θα γαντζώνομαι με τα κοκκαλιάρικα χέρια μου απ’ το περβάζι αυτού του κόσμου και θα ξαναπηδώ μέσα. Και μετά θα σου προτείνω με θράσος το δάχτυλο μου όρθιο και θα σε βρίζω πετώντας σάλια απ’ τα τεχνητά κάτασπρα δόντια μου.
Θα πεις «άει σιχτίρ» με μένα. Θα σε κάνω να ξεφυσάς κάθε φορά που με βλέπεις και να φωνάζεις «ακόμα εδώ είναι αυτός;» Οικονομικές κρίσεις θα μου στέλνεις εσύ, χεσμένες θα σου τις επιστρέφω εγώ. Πολέμους κι εμφυλίους θα στήνεις γύρω μου, θ’ αρπάζω το ντουφέκι και θα πολεμώ εγώ αντί να λουφάζω. Κοινωνικές οπισθοδρομήσεις θα φτιάχνεις εσύ, καινούρια ταμπούρια θα στήνω εγώ. Και μη μου λες πως η κοινωνία πήρε οριστικά την κάτω βόλτα, γιατί τσάμπα καταναλώνεις τα λόγια σου με μένα. Νοσοκόμες με άσπρες ρόμπες θα βάζεις στον δρόμο μου, με μαύρες ζαρτιέρες θα τις ντύνω. Και μη μου ξαναλές πως έτσι θα καταντήσω ένας παράταιρος γελοίος, γιατί δε με νοιάζει καθόλου. Δε θα σου κάνω τη χάρη να γίνω ένας σοφός γέρων, ένας σκατόγερος θα γίνω που θα σου τη σπάει. Μάλλον δεν θα καταφέρω να σε νικήσω τελικά, το ξέρω. Αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Μου αρκεί να γίνω πετραδάκι μέσα στο παπούτσι σου, να σου χαλάσω χαζά ένα απειροελάχιστο της αιωνιότητας σου. Έτσι, για την πλάκα μου ρε. Άτιμε χρόνε…
Βρε καλώς τον καινούριο χρόνο. Πέρασε μέσα, καλέ μου κύριε. Βολέψου.
Ξέρεις πού. Πάνω στον σβέρκο μου. Βολέψου και συνέχισε τη δουλειά σου. Κύρτωσε λίγο περισσότερο τη ράχη μου, τσιμένταρε μια στάλα παραπάνω τους οσφυϊκούς μου σπονδύλους. Κάνε λίγο πιο...
μυγιάγγιχτο το στομάχι μου, δώσε μου μια ξαφνική σουβλιά στο γόνατο. Μετάτρεψε σε μικρή περιπέτεια τη μεταμεσονύχτια χώνεψη μου και το πρωινό δέσιμο των κορδονιών μου. Πρόσθεσε μερικά παραπάνω λιπίδια στις αρτηρίες μου, μείωσε κι άλλο τον χώρο που έχουν τα πνευμόνια μου για καθαρό αέρα. Θέρισε όσες τρίχες άντεξαν ως τώρα πάνω στο κεφάλι μου, φρόντισε το πέος μου να δείχνει συνεχώς έξι ώρα, κάνε γιορτινό δωράκι στο δέρμα μου μια ντουζίνα στίγματα και πανάδες. Ρίξε μια ενισχυμένη δόση πρεσβυωπίας στα μάτια μου, κάψε μερικά ακόμα εκατομμύρια απ’ τα εγκεφαλικά μου κύτταρα.
Συνέχισε ακάθεκτος το έργο σου. Επιβεβαίωσε μου πως όσα ονειρεύτηκα στα νιάτα μου, δεν ήταν γραφτό να γίνουν. Πείσε με πως ό,τι όσα έκανα στη ζωή μου, σχεδόν όλα λάθος ήταν. Θύμισε μου ότι δεν υπάρχει γραμμική άνοδος της ευημερίας και ότι οι κοινωνίες με την παρέλευση των δεκαετιών δεν εκπολιτίζονται υποχρεωτικά. Ενίοτε εξαγριώνονται, εξαχρειώνονται και εκπορνεύονται. Εξήγησε μου πως έτσι που τα ‘φτιαξα, καταδίκασα τους επόμενους να περάσουν χειρότερα από μένα και να αποδειχτούν πιο αγράμματοι και πιο ανενδοίαστοι από μένα. Στήσε γύρω μου ένα πλέγμα αποτυχίας και απογοήτευσης, συνέχισε τη σπορά της μελλοντικής γεροντικής μου κατάθλιψης. Κάνε δουλειά σου εσύ.
Εγώ πάλι θα κάνω τη δική μου. Θα σκαρφαλώνω πάνω σε πλαγιές κι ας αγκομαχώ σαν προπολεμικό τρένο. Θα φοράω πολυεστιακούς φακούς σε φλώρικους χρωματιστούς σκελετούς, θ’ αφήσω χαίτη όσα μαλλιά μου απόμειναν και θα τα κάνω γελοίο κοτσιδάκι πίσω. Όσο θα με σπρώχνεις στο κρεβάτι μου για να ξεκουραστώ, τόσο θα ξενυχτώ μέχρι τελικής κατάρρευσης. Όσο θα αποκαθηλώνεις τις χαρές μου, τόσο θα εφευρίσκω επιδερμικούς τρόπους να ικανοποιούμαι. Θα λιώσω στα ιαματικά λουτρά, στα τρίπλεξ καρωτίδων και στις κωλονοσκοπήσεις. Εσύ θα φυτεύεις στον πισινό μου μικρά καρκινάκια, εγώ θα σ’ ακολουθώ από πίσω και θα τα ξεριζώνω. Θα κηρύξω πόλεμο στην ακινησία των αρθρώσεων μου και στην κατάληψη του μυαλού μου από εμμονές θλίψης και αποτυχίας. Θα γράφω, θα φωνάζω, θα διαβάζω, θα γκρινιάζω, θα οργίζομαι, θα απαιτώ, θα κλαίω, θα ονειρεύομαι.
Δε θα παραδοθώ εύκολα ρε. Θα κάνω τον κόσμο άνω-κάτω ψάχνοντας αγοραστή της ψυχής μου με αντίτιμο την ήττα σου. Μη γελάς… κι αν τον βρω; Θα φυτεύω δέντρα ψηλά, ελιές, ιτιές και ευκαλύπτους και θα τα ανασταίνω τάζοντας τους ότι θα στρώσω ολόκληρο πασχαλινό τραπέζι στον ίσκιο τους. Κάθε πρωί θα κόβω τα κρέατα μου για να βεβαιώνομαι ότι πονάω, άρα είμαι ζωντανός. Και κάθε βράδυ θα παίρνω χάπια με τους χούφτες και θα σπέρνω παιδιά, για να ‘χεις εσύ να τρως. Παιδιά που θα τα ορκίσω να κάνουνε το ίδιο. Πρώτα θα σβήσεις εσύ και μετά η φύτρα μου. Πρώτα θα με σιχαθείς και μετά θα φύγω. Δε θα σου δώσω τη χαρά να ξαπλώσω και να κοιτάζω παραδομένος το ταβάνι, ίσια μπροστά θα κοιτάζω και θα στραβομουτσουνιάζω. Κάθε φορά που θα με τραβάς προς την έξοδο, εγώ θα γαντζώνομαι με τα κοκκαλιάρικα χέρια μου απ’ το περβάζι αυτού του κόσμου και θα ξαναπηδώ μέσα. Και μετά θα σου προτείνω με θράσος το δάχτυλο μου όρθιο και θα σε βρίζω πετώντας σάλια απ’ τα τεχνητά κάτασπρα δόντια μου.
Θα πεις «άει σιχτίρ» με μένα. Θα σε κάνω να ξεφυσάς κάθε φορά που με βλέπεις και να φωνάζεις «ακόμα εδώ είναι αυτός;» Οικονομικές κρίσεις θα μου στέλνεις εσύ, χεσμένες θα σου τις επιστρέφω εγώ. Πολέμους κι εμφυλίους θα στήνεις γύρω μου, θ’ αρπάζω το ντουφέκι και θα πολεμώ εγώ αντί να λουφάζω. Κοινωνικές οπισθοδρομήσεις θα φτιάχνεις εσύ, καινούρια ταμπούρια θα στήνω εγώ. Και μη μου λες πως η κοινωνία πήρε οριστικά την κάτω βόλτα, γιατί τσάμπα καταναλώνεις τα λόγια σου με μένα. Νοσοκόμες με άσπρες ρόμπες θα βάζεις στον δρόμο μου, με μαύρες ζαρτιέρες θα τις ντύνω. Και μη μου ξαναλές πως έτσι θα καταντήσω ένας παράταιρος γελοίος, γιατί δε με νοιάζει καθόλου. Δε θα σου κάνω τη χάρη να γίνω ένας σοφός γέρων, ένας σκατόγερος θα γίνω που θα σου τη σπάει. Μάλλον δεν θα καταφέρω να σε νικήσω τελικά, το ξέρω. Αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Μου αρκεί να γίνω πετραδάκι μέσα στο παπούτσι σου, να σου χαλάσω χαζά ένα απειροελάχιστο της αιωνιότητας σου. Έτσι, για την πλάκα μου ρε. Άτιμε χρόνε…