Της Ζέζας Ζήκου
Δυστυχώς, η χειρότερη οικονομική θύελλα από τη δεκαετία του 1930 απομακρύνθηκε πρόσκαιρα από τον διεθνή οικονομικό ορίζοντα το 2009-10, αλλά δημιούργησε ένα σύννεφο εξαιρετικά απειλητικό: το τεράστιο δημόσιο χρέος. Ολες οι κυβερνήσεις είχαν δανειστεί υπέρογκα ποσά καθώς το κραχ του χρηματοπιστωτικού τομέα το 2007-08 μείωσε τα φορολογικά έσοδα και...
αύξησε τις δαπάνες λόγω της διάσωσης από την κατάρρευση τραπεζών και επιχειρήσεων μέσω των προγραμμάτων αναθέρμανσης της οικονομίας.
Η Ευρωζώνη έχει βυθιστεί από χθες και επισήμως σε ύφεση που επιβεβαιώνεται όταν το ΑΕΠ μιας οικονομίας επί δύο συνεχή τρίμηνα παρουσιάζει συρρίκνωση. Δηλαδή, τη «διπλή» ύφεση. Οπως έδειξαν τα στοιχεία της Eurostat, το ΑΕΠ στις 17 χώρες-μέλη συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ακολουθώντας την πτώση του 0,2% το δεύτερο τρίμηνο. Οι οικονομίες της Γερμανίας και της Γαλλίας σημείωσαν πενιχρή ανάπτυξη κατά 0,2%. Ενώ δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περαιτέρω ύφεση κατά 0,4% εντός του 2012 και για το 2013 σχεδόν μηδενική ανάπτυξη κατά 0,1%.
Αυτή η ανησυχητική κατάσταση βάζει τους αρμοδίους σε μια επικίνδυνη θέση. Αρχικώς, ο κρατικός δανεισμός αποτέλεσε το ουσιώδες αντίδοτο στην οικονομική κατάρρευση. Χωρίς τη διάσωση των τραπεζών, η οικονομική συντριβή θα ήταν κάτι περισσότερο από καταστροφή. Χωρίς τα προγράμματα κρατικής ενίσχυσης, η διεθνής ύφεση θα ήταν βαθύτερη και πιο εκτενής. Και η παράταση της επιβράδυνσης θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ζημία στα δημόσια οικονομικά. Αλλά δεν υπολόγισαν το χρέος. Οπως αποκαλύπτει έκθεση οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το δημόσιο χρέος των δέκα πλουσιότερων κρατών θα αυξηθεί από το 78% του ΑΕΠ το 2007 στο 114% έως το 2014. Θα χρωστούν δηλαδή 50.000 δολάρια ανά πολίτη. Ποτέ άλλοτε από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο πολλές κυβερνήσεις δεν δανείστηκαν τόσο γρήγορα και τόσο πολύ.
Και η σημερινή αύξηση του χρέους, σε αντίθεση με την εποχή του πολέμου, δεν θα είναι προσωρινή. Ελάχιστα πλούσια κράτη θα μπορέσουν να θεσπίσουν τόσο άγρια μέτρα λιτότητας προκειμένου να σταματήσουν την περαιτέρω αύξηση των χρεών τους. Kαι το χειρότερο είναι ότι ο σημερινός δανεισμός λαμβάνει χώρα πριν από τη βραδυφλεγή κατάρρευση των προϋπολογισμών εξαιτίας του αυξανόμενου κόστους της συνταξιοδότησης και των δαπανών της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ενός γηράσκοντος πληθυσμού. Εως το 2050, το ένα τρίτο του πληθυσμού των πλούσιων κρατών θα είναι μεγαλύτερο των 60 ετών. Ο δημογραφικός απολογισμός θα είναι δέκα φορές μεγαλύτερος από το δημοσιονομικό κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Αλλά οι κυβερνήσεις, διψασμένες για κεφάλαια, θα «στριμώξουν» τους ιδιώτες επενδυτές, κλονίζοντας την οικονομική ανάκαμψη. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι το εύρος της υπερχρέωσης ενδέχεται τελικώς να σπρώξει ορισμένα κράτη στο να κηρύξουν χρεοκοπία ή να μειώσουν το πραγματικό κόστος του χρέους τους μέσω οδυνηρών πολιτικών λιτότητας. Οι επενδυτές ανησυχούν και για τα δύο ενδεχόμενα. Οπως είναι παγκοσμίως γνωστό, οι ανησυχίες για χρεοκοπία εξακολουθούν να εστιάζονται στις ασθενέστερες χώρες της Ευρωζώνης.
Τι θα πρέπει λοιπόν να πράξουν οι υπεύθυνοι; Η εφαρμογή δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης αποτελεί λάθος. Αντί να μειώσουν δραστικά τα ελλείμματά τους τη στιγμή αυτή, τα πλούσια οικονομικώς κράτη χρειάζεται να δηλώσουν με πειθώ και ειλικρίνεια ότι θα το πράξουν όταν οι οικονομίες τους συνέλθουν από τις συνέπειες της κρίσης.
Με ποιον τρόπο, όμως; Οι υποσχέσεις των πολιτικών δεν αξίζουν σχεδόν τίποτε από μόνες τους. Κάθε δέσμευσή τους για επίδειξη σύνεσης θα πρέπει να συνοδεύεται από σαφείς αρχές ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα συρρικνωθούν τα ελλείμματα, νέους κανόνες που θα τονώσουν τη σπονδυλική στήλη των πολιτικών και ταχεία δράση σε δύσκολα πολιτικώς μέτρα, που θα περιορίσουν τις δαπάνες μακροπρόθεσμα.
Ομως, πλέον οι διαχωριστικές γραμμές είναι περισσότερο ασαφείς. Οι μη συμβατικές οικονομικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί, απαιτούνται τώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ακριβώς επειδή οι φορολογούμενοι είναι αυτοί οι οποίοι επωμίζονται στο τέλος όλες τις ζημίες, οι υπουργοί Οικονομικών –δηλαδή το κράτος–, οι σχέσεις κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων εμπλέκονται επικίνδυνα. Με τα επιτόκια να βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες ΗΠΑ και Βρετανίας έχουν επαναλάβει την «ποσοτική χαλάρωση». Και από κοντά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς να το ομολογεί.
Δυστυχώς, η χειρότερη οικονομική θύελλα από τη δεκαετία του 1930 απομακρύνθηκε πρόσκαιρα από τον διεθνή οικονομικό ορίζοντα το 2009-10, αλλά δημιούργησε ένα σύννεφο εξαιρετικά απειλητικό: το τεράστιο δημόσιο χρέος. Ολες οι κυβερνήσεις είχαν δανειστεί υπέρογκα ποσά καθώς το κραχ του χρηματοπιστωτικού τομέα το 2007-08 μείωσε τα φορολογικά έσοδα και...
αύξησε τις δαπάνες λόγω της διάσωσης από την κατάρρευση τραπεζών και επιχειρήσεων μέσω των προγραμμάτων αναθέρμανσης της οικονομίας.
Η Ευρωζώνη έχει βυθιστεί από χθες και επισήμως σε ύφεση που επιβεβαιώνεται όταν το ΑΕΠ μιας οικονομίας επί δύο συνεχή τρίμηνα παρουσιάζει συρρίκνωση. Δηλαδή, τη «διπλή» ύφεση. Οπως έδειξαν τα στοιχεία της Eurostat, το ΑΕΠ στις 17 χώρες-μέλη συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ακολουθώντας την πτώση του 0,2% το δεύτερο τρίμηνο. Οι οικονομίες της Γερμανίας και της Γαλλίας σημείωσαν πενιχρή ανάπτυξη κατά 0,2%. Ενώ δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περαιτέρω ύφεση κατά 0,4% εντός του 2012 και για το 2013 σχεδόν μηδενική ανάπτυξη κατά 0,1%.
Αυτή η ανησυχητική κατάσταση βάζει τους αρμοδίους σε μια επικίνδυνη θέση. Αρχικώς, ο κρατικός δανεισμός αποτέλεσε το ουσιώδες αντίδοτο στην οικονομική κατάρρευση. Χωρίς τη διάσωση των τραπεζών, η οικονομική συντριβή θα ήταν κάτι περισσότερο από καταστροφή. Χωρίς τα προγράμματα κρατικής ενίσχυσης, η διεθνής ύφεση θα ήταν βαθύτερη και πιο εκτενής. Και η παράταση της επιβράδυνσης θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ζημία στα δημόσια οικονομικά. Αλλά δεν υπολόγισαν το χρέος. Οπως αποκαλύπτει έκθεση οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το δημόσιο χρέος των δέκα πλουσιότερων κρατών θα αυξηθεί από το 78% του ΑΕΠ το 2007 στο 114% έως το 2014. Θα χρωστούν δηλαδή 50.000 δολάρια ανά πολίτη. Ποτέ άλλοτε από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο πολλές κυβερνήσεις δεν δανείστηκαν τόσο γρήγορα και τόσο πολύ.
Και η σημερινή αύξηση του χρέους, σε αντίθεση με την εποχή του πολέμου, δεν θα είναι προσωρινή. Ελάχιστα πλούσια κράτη θα μπορέσουν να θεσπίσουν τόσο άγρια μέτρα λιτότητας προκειμένου να σταματήσουν την περαιτέρω αύξηση των χρεών τους. Kαι το χειρότερο είναι ότι ο σημερινός δανεισμός λαμβάνει χώρα πριν από τη βραδυφλεγή κατάρρευση των προϋπολογισμών εξαιτίας του αυξανόμενου κόστους της συνταξιοδότησης και των δαπανών της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ενός γηράσκοντος πληθυσμού. Εως το 2050, το ένα τρίτο του πληθυσμού των πλούσιων κρατών θα είναι μεγαλύτερο των 60 ετών. Ο δημογραφικός απολογισμός θα είναι δέκα φορές μεγαλύτερος από το δημοσιονομικό κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Αλλά οι κυβερνήσεις, διψασμένες για κεφάλαια, θα «στριμώξουν» τους ιδιώτες επενδυτές, κλονίζοντας την οικονομική ανάκαμψη. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι το εύρος της υπερχρέωσης ενδέχεται τελικώς να σπρώξει ορισμένα κράτη στο να κηρύξουν χρεοκοπία ή να μειώσουν το πραγματικό κόστος του χρέους τους μέσω οδυνηρών πολιτικών λιτότητας. Οι επενδυτές ανησυχούν και για τα δύο ενδεχόμενα. Οπως είναι παγκοσμίως γνωστό, οι ανησυχίες για χρεοκοπία εξακολουθούν να εστιάζονται στις ασθενέστερες χώρες της Ευρωζώνης.
Τι θα πρέπει λοιπόν να πράξουν οι υπεύθυνοι; Η εφαρμογή δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης αποτελεί λάθος. Αντί να μειώσουν δραστικά τα ελλείμματά τους τη στιγμή αυτή, τα πλούσια οικονομικώς κράτη χρειάζεται να δηλώσουν με πειθώ και ειλικρίνεια ότι θα το πράξουν όταν οι οικονομίες τους συνέλθουν από τις συνέπειες της κρίσης.
Με ποιον τρόπο, όμως; Οι υποσχέσεις των πολιτικών δεν αξίζουν σχεδόν τίποτε από μόνες τους. Κάθε δέσμευσή τους για επίδειξη σύνεσης θα πρέπει να συνοδεύεται από σαφείς αρχές ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα συρρικνωθούν τα ελλείμματα, νέους κανόνες που θα τονώσουν τη σπονδυλική στήλη των πολιτικών και ταχεία δράση σε δύσκολα πολιτικώς μέτρα, που θα περιορίσουν τις δαπάνες μακροπρόθεσμα.
Ομως, πλέον οι διαχωριστικές γραμμές είναι περισσότερο ασαφείς. Οι μη συμβατικές οικονομικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί, απαιτούνται τώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ακριβώς επειδή οι φορολογούμενοι είναι αυτοί οι οποίοι επωμίζονται στο τέλος όλες τις ζημίες, οι υπουργοί Οικονομικών –δηλαδή το κράτος–, οι σχέσεις κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων εμπλέκονται επικίνδυνα. Με τα επιτόκια να βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες ΗΠΑ και Βρετανίας έχουν επαναλάβει την «ποσοτική χαλάρωση». Και από κοντά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς να το ομολογεί.