Η απόλυτη εφαρμογή του ρητού “δύο μέτρα και δύο σταθμά”, το οποίο όμως προσλαμβάνει τεράστια ηθική διάσταση για το πολιτικό σύστημα, προκύπτει από τη σχεδόν μηδαμινή φορολόγηση των “300″ της Βουλής, την ίδια ώρα που το μόλις προχθές κατατεθειμένο φορολογικό νομοσχέδιο φορολογεί από το πρώτο ευρώ το σύνολο των πολιτών.
Οι βουλευτές μπορεί να ψηφίζουν τα όποια μέτρα για να μπορέσει, όπως υποστηρίζουν, η χώρα να βγει από το αδιέξοδο, αλλά, όπως φαίνεται, σε ό,τι αφορά τους ίδιους φροντίζουν να καταστρατηγούν τους νόμους που οι ίδιοι έχουν ψηφίσει, λαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των αμοιβών τους αφορολόγητο σε αναλογία 70%, έναντι 30% που φορολογείται κανονικά.
Και αυτό, παρά το γεγονός ότι με το νόμο που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2010, και μάλιστα έφερε τον τίτλο “Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης”, κατήργησαν τη συγκεκριμένη αναλογία. Ωστόσο, αυτή η κατάργηση δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις “πόθεν έσχες”.
Όπως γράφει το “Έθνος της Κυριακής”, με διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε στη συνέχεια προβλέπεται ότι οι βουλευτές δεν θα φορολογούνται όπως οι υπόλοιποι πολίτες, αλλά θα έχουν αφορολόγητο το 25% της βουλευτικής αποζημίωσης και φορολογητέο το 75% των απολαβών τους, ωστόσο, ούτε αυτό τηρήθηκε στην πράξη.
Προφανώς, οι βουλευτές εκμεταλλεύθηκαν το “παράθυρο” που οι ίδιοι δημιούργησαν – κινούμενοι στα όρια της νομιμότητας – “ξεχειλώνοντας” τις λειτουργικές τους δαπάνες, που σίγουρα δεν αντιστοιχούν μόνο στο 25% των εσόδων τους και έτσι διευρύνουν κατά πολύ το αφορολόγητό τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν φορολογούνταν για τις αμοιβές τους, για παράδειγμα, από την παρουσία τους στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, για τα έξοδα κίνησης, για τα ταχυδρομικά και τηλεφωνικά τους τέλη, για τα έξοδα οργάνωσης του γραφείου τους κ.ο.κ., ενώ και από τη βασική τους βουλευτική αποζημίωση φορολογούνταν κανονικά μόνο για το 50% αυτής, ενώ το υπόλοιπο 50% ήταν επίσης αφορολόγητο.
Από τη συγκεκριμένη πρακτική προέκυπτε η αναλογία φορολογητέου-αφορολόγητου περίπου στο 30% έναντι 70%, η οποία στην πραγματικότητα, στην… τσέπη τους δηλαδή, περιοριζόταν στο 40%-60%, διότι ένα ποσοστό περίπου 10% αυτών πήγαινε ως ενίσχυση για το κόμμα του κάθε βουλευτή.
Με την εγκύκλιο ωστόσο του 2010, που εκδόθηκε λίγο μετά τον σχετικό νόμο, επιχειρήθηκε – τουλάχιστον στα… χαρτιά – να “τουμπάρει” η εν λόγω αναλογία και να είναι αφορολόγητο μόνο το 25%, κάτι που ωστόσο φαίνεται πως δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Ενδεικτικά και ιδιαίτερα διαφωτιστικά είναι τα παραδείγματα από τις δηλώσεις “πόθεν έσχες” του 2010, που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη.
Βουλευτής δηλώνει συνολικά ως βουλευτική αποζημίωση 112.537,87 ευρώ, από τα οποία μόνο τα 28.157,62 φορολογούνται, ενώ τα 84.380,25 είναι αφορολόγητα, δηλαδή ποσοστό που φτάνει το 75%. Άλλος βουλευτής δηλώνει συνολικά ως βουλευτική αποζημίωση 109.884,32 ευρώ. Από αυτά μόνο τα 27.725,62 φορολογούνται κανονικά, ενώ τα υπόλοιπα 82.158,70 ευρώ είναι αφορολόγητα, ένα ποσοστό που φτάνει το 74%.
Ακόμη ένας βουλευτής με εισόδημα 110.153 ευρώ φορολογήθηκε μόνο για τα 27.941 ευρώ, με το ποσοστό του αφορολόγητου ποσού να φτάνει επίσης το 75%. Και, φυσικά, στο νέο φορολογικό δεν γίνεται κανένας λόγος για αναπροσαρμογή της φορολογίας των βουλευτών και έτσι συνεχίζει να μένει αφορολόγητο το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτικών εσόδων, κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτό που συμβαίνει για όλους τους άλλους πολίτες.
Με βασιλικό διάταγμα του 1952 οι απαλλαγές
Πίσω από ομιχλώδεις και πολλαπλών ερμηνειών νομοθετικές διατάξεις “κρύφτηκαν” οι βουλευτές για να διατηρήσουν τα προκλητικά φορολογικά τους προνόμια, των οποίων απολαύουν εδώ και 37 χρόνια, από το 1975. Οι φοροαπαλλαγές των βουλευτών καθιερώθηκαν με το άρθρο 5 του Ζ’ ψηφίσματος του έτους 1975 της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής που προέβλεπε ότι το ήμισυ της αποζημίωσής τους απαλλάσσεται από τη φορολογία και το άλλο ήμισυ φορολογείται αυτοτελώς με βάση την κλίμακα που προέβλεπε το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα του 1955.
Σύμφωνα με αυτό, το 50% της βουλευτικής αποζημίωσης φορολογούνταν με 26 κλιμάκια και ανάλογους συντελεστές που ξεκινούσαν από 5% και για τα πολύ υψηλά για την εποχή εισοδήματα έφθαναν και το 60%. Στις 23 Μαρτίου του 2010 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 3842/2010 που με το άρθρο 5 καταργούσε εν μέρει τη φορολογική ασυλία των βουλευτών, προβλέποντας ότι από την αποζημίωση αφαιρείται το 25% για πάσης φύσεως έξοδα και το υπόλοιπο 75% φορολογείται με βάση την κλίμακα των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Μάλιστα, οριζόταν ότι το νέο καθεστώς φορολογίας θα ίσχυε για τα εισοδήματα από την 1-1-2010 και μετά. Ωστόσο, η σχετική διατύπωση στην ερμηνευτική του νόμου εγκύκλιο που απεστάλη στις εφορίες με καθυστέρηση στις 4 Οκτωβρίου του 2010 ήταν ασαφής και επιδεχόταν ερμηνείες όσον αφορά τον ακριβή προσδιορισμό της “βουλευτικής αποζημίωσης” που κατά 75% θα φορολογείται με την κλίμακα των φυσικών προσώπων και κατά 25% θα απαλλασσόταν από τον φόρο. Και εκεί ανέλαβε δράση το δαιμόνιο των βουλευτών.
Πηγή: “Έθνος της Κυριακής”
Οι βουλευτές μπορεί να ψηφίζουν τα όποια μέτρα για να μπορέσει, όπως υποστηρίζουν, η χώρα να βγει από το αδιέξοδο, αλλά, όπως φαίνεται, σε ό,τι αφορά τους ίδιους φροντίζουν να καταστρατηγούν τους νόμους που οι ίδιοι έχουν ψηφίσει, λαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των αμοιβών τους αφορολόγητο σε αναλογία 70%, έναντι 30% που φορολογείται κανονικά.
Και αυτό, παρά το γεγονός ότι με το νόμο που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2010, και μάλιστα έφερε τον τίτλο “Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης”, κατήργησαν τη συγκεκριμένη αναλογία. Ωστόσο, αυτή η κατάργηση δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις “πόθεν έσχες”.
Όπως γράφει το “Έθνος της Κυριακής”, με διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε στη συνέχεια προβλέπεται ότι οι βουλευτές δεν θα φορολογούνται όπως οι υπόλοιποι πολίτες, αλλά θα έχουν αφορολόγητο το 25% της βουλευτικής αποζημίωσης και φορολογητέο το 75% των απολαβών τους, ωστόσο, ούτε αυτό τηρήθηκε στην πράξη.
Προφανώς, οι βουλευτές εκμεταλλεύθηκαν το “παράθυρο” που οι ίδιοι δημιούργησαν – κινούμενοι στα όρια της νομιμότητας – “ξεχειλώνοντας” τις λειτουργικές τους δαπάνες, που σίγουρα δεν αντιστοιχούν μόνο στο 25% των εσόδων τους και έτσι διευρύνουν κατά πολύ το αφορολόγητό τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν φορολογούνταν για τις αμοιβές τους, για παράδειγμα, από την παρουσία τους στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, για τα έξοδα κίνησης, για τα ταχυδρομικά και τηλεφωνικά τους τέλη, για τα έξοδα οργάνωσης του γραφείου τους κ.ο.κ., ενώ και από τη βασική τους βουλευτική αποζημίωση φορολογούνταν κανονικά μόνο για το 50% αυτής, ενώ το υπόλοιπο 50% ήταν επίσης αφορολόγητο.
Από τη συγκεκριμένη πρακτική προέκυπτε η αναλογία φορολογητέου-αφορολόγητου περίπου στο 30% έναντι 70%, η οποία στην πραγματικότητα, στην… τσέπη τους δηλαδή, περιοριζόταν στο 40%-60%, διότι ένα ποσοστό περίπου 10% αυτών πήγαινε ως ενίσχυση για το κόμμα του κάθε βουλευτή.
Με την εγκύκλιο ωστόσο του 2010, που εκδόθηκε λίγο μετά τον σχετικό νόμο, επιχειρήθηκε – τουλάχιστον στα… χαρτιά – να “τουμπάρει” η εν λόγω αναλογία και να είναι αφορολόγητο μόνο το 25%, κάτι που ωστόσο φαίνεται πως δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Ενδεικτικά και ιδιαίτερα διαφωτιστικά είναι τα παραδείγματα από τις δηλώσεις “πόθεν έσχες” του 2010, που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη.
Βουλευτής δηλώνει συνολικά ως βουλευτική αποζημίωση 112.537,87 ευρώ, από τα οποία μόνο τα 28.157,62 φορολογούνται, ενώ τα 84.380,25 είναι αφορολόγητα, δηλαδή ποσοστό που φτάνει το 75%. Άλλος βουλευτής δηλώνει συνολικά ως βουλευτική αποζημίωση 109.884,32 ευρώ. Από αυτά μόνο τα 27.725,62 φορολογούνται κανονικά, ενώ τα υπόλοιπα 82.158,70 ευρώ είναι αφορολόγητα, ένα ποσοστό που φτάνει το 74%.
Ακόμη ένας βουλευτής με εισόδημα 110.153 ευρώ φορολογήθηκε μόνο για τα 27.941 ευρώ, με το ποσοστό του αφορολόγητου ποσού να φτάνει επίσης το 75%. Και, φυσικά, στο νέο φορολογικό δεν γίνεται κανένας λόγος για αναπροσαρμογή της φορολογίας των βουλευτών και έτσι συνεχίζει να μένει αφορολόγητο το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτικών εσόδων, κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτό που συμβαίνει για όλους τους άλλους πολίτες.
Με βασιλικό διάταγμα του 1952 οι απαλλαγές
Πίσω από ομιχλώδεις και πολλαπλών ερμηνειών νομοθετικές διατάξεις “κρύφτηκαν” οι βουλευτές για να διατηρήσουν τα προκλητικά φορολογικά τους προνόμια, των οποίων απολαύουν εδώ και 37 χρόνια, από το 1975. Οι φοροαπαλλαγές των βουλευτών καθιερώθηκαν με το άρθρο 5 του Ζ’ ψηφίσματος του έτους 1975 της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής που προέβλεπε ότι το ήμισυ της αποζημίωσής τους απαλλάσσεται από τη φορολογία και το άλλο ήμισυ φορολογείται αυτοτελώς με βάση την κλίμακα που προέβλεπε το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα του 1955.
Σύμφωνα με αυτό, το 50% της βουλευτικής αποζημίωσης φορολογούνταν με 26 κλιμάκια και ανάλογους συντελεστές που ξεκινούσαν από 5% και για τα πολύ υψηλά για την εποχή εισοδήματα έφθαναν και το 60%. Στις 23 Μαρτίου του 2010 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 3842/2010 που με το άρθρο 5 καταργούσε εν μέρει τη φορολογική ασυλία των βουλευτών, προβλέποντας ότι από την αποζημίωση αφαιρείται το 25% για πάσης φύσεως έξοδα και το υπόλοιπο 75% φορολογείται με βάση την κλίμακα των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Μάλιστα, οριζόταν ότι το νέο καθεστώς φορολογίας θα ίσχυε για τα εισοδήματα από την 1-1-2010 και μετά. Ωστόσο, η σχετική διατύπωση στην ερμηνευτική του νόμου εγκύκλιο που απεστάλη στις εφορίες με καθυστέρηση στις 4 Οκτωβρίου του 2010 ήταν ασαφής και επιδεχόταν ερμηνείες όσον αφορά τον ακριβή προσδιορισμό της “βουλευτικής αποζημίωσης” που κατά 75% θα φορολογείται με την κλίμακα των φυσικών προσώπων και κατά 25% θα απαλλασσόταν από τον φόρο. Και εκεί ανέλαβε δράση το δαιμόνιο των βουλευτών.
Πηγή: “Έθνος της Κυριακής”