Κάθομαι στο μόλο της πατρικής μου πόλης και σου γράφω. Κοντεύω τα πενήντα πια. Σουρουπώνει. Τα φώτα που ανάβουν δεν με συγκινούν. Κάνει κρύο. Σαν εκείνη τη μέρα που σε ξαναείδα στην Αθήνα. Καπετάνιος εσύ, χαμένος εγώ. Τότε μου μίλησες για την ασκήμια του κόσμου. Τα πονεμένα σου ταξίδια, τα πάθη, τους έρωτες και τους φόβους σου.
Και για το γιο που άφησες πίσω στην Αφρική, να περιμένει. Σκιάχτηκα κείνη τη μέρα. Είδα μέσα απ’ τα μάτια σου του κόσμου την απόγνωση και γνώρισα τη δική μου στην όψη του. Πώς να σου το ‘λεγα; Πώς;
Θυμάσαι τότε που ήταν να μπαρκάρουμε; Τότε που γύρισα και σου πα πως δεν θα ‘ρθω; Με κοίταξες έκπληκτος, μα χαμογέλασες στο τέλος. Δεν είναι της κοψιά σου να κρατάς κακία. Ψέματα σου πα, δεν φοβόμουν. Μα δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως σου στερήσω το ταξίδι. Εσύ ήσουν ο ίδιος θάλασσα. Ήσουν εσύ ταξίδι. Εγώ είχα βρει άλλο σκοπό, δεν ήθελα τον κόσμο να γνωρίσω. Έβαλα πλώρη σε ταξίδια αλλιώτικα, τον κόσμο να τον κατακτήσω. Ρίχτηκα με μανία στα αφρισμένα κύματα, όχι της θάλασσας που τόσο αγαπάμε, αλλά εκείνα της γνώσης και της σκέψης της καυτής. Εκείνης που σε αλλάζει, που σε ψήνει, που σε ισιώνει. Όλος του κόσμου ο καημός εκεί, μέσα σε πέλαγα χαρτιού και ωκεανούς από μελάνι. Μπάρκαρα, όχι μαζί σου, μα με του κόσμου τους σοφούς, λιμάνι όμως δεν μπόρεσα να πιάσω. Τάχτηκα κάποτε να βρω απάγκιο, να ρίξω άγκυρα και τελικά να ξαποστάσω. Μα δεν το βρήκα.
Και πέρασαν τα χρόνια, λιμάνι σε λιμάνι εσύ, σελίδα σε σελίδα εγώ. Και όσα έβλεπες εσύ, τα διάβαζα εγώ. Και όσα ζούσες στο πετσί σου, τα αράδιαζα σε κείμενα πικρά. Σε ζήλεψα, η αλήθεια είναι, πολλές φορές. Σαν ήμουν βυθισμένος στις καταιγίδες του μυαλού, ζήλευα τις δικές σου, της θάλασσας και του καιρού. Πόσο αθώος είναι ο καιρός, ο πλέον άγριος, μπροστά στην πιο απλή, στην πιο γυμνή αλήθεια. Και πάντα έψαχνα με τη σειρά μου το σημάδι της χαράς. Τους άσπρους φτερωτούς σου κλέφτες. Γλάροι για σένα, ιδέες για μένα. Εσύ τους έψαχνες σε απόμακρα, παράξενα λιμάνια, εγώ στα μάτια των παιδιών, στα γέλια των μεγάλων. Δεν βρήκα τίποτα. Ποτέ. Παρά μονάχα μια υπόσχεση.
Δεν έχει το ταξίδι τελειωμό, δεν είναι λυτρωμός να βρεις λιμάνι.
Εύχομαι τώρα που διαβάζεις τούτες τις γραμμές, να είσαι εκεί που θέλεις. Ίσως κοντά στον γιο, στην Αφρική. Ίσως αλλού. Μπάλσαμο είναι η στεριά, για το κορμί το θαλασσοδαρμένο, μα που να βρει παρηγοριά, το πνεύμα μου το κουρασμένο; Εύχομαι να’ σαι καλά, και δυνατός, σε ένα λιμάνι όλο γλάρους. Και να πετούν χαρούμενοι σαν κλέφτες, σαν ανέμελα παιδιά, δικά σου παιδιά, στη δική σου ζωή.
Σε αφήνω τώρα. Ελπίζω να μην σε κούρασα πολύ. Μόνο τούτο ακόμα θα σου πω, για να χαρείς. Το ξέρω πως χαίρεσαι μα τη χαρά των άλλων. Σε τούτο το ταξίδι μου, το ατέλειωτο, μπορεί να μην τους βρήκα τους φτερωτούς μας φίλους, μα νιώθω πως έφτιαξα κι εγώ, μικρά απάγκια λιμανάκια, μες τις καρδιές αυτών που με συντρόφεψαν. Κι εκεί θα ξαναρθούν τα’ ανέμελα παιδιά. Θα φωλιάσουν πάλι οι φτερωτοί μας κλέφτες, φέρνοντας τη χαρά. Για όλους.
methexis erratum
Και για το γιο που άφησες πίσω στην Αφρική, να περιμένει. Σκιάχτηκα κείνη τη μέρα. Είδα μέσα απ’ τα μάτια σου του κόσμου την απόγνωση και γνώρισα τη δική μου στην όψη του. Πώς να σου το ‘λεγα; Πώς;
Θυμάσαι τότε που ήταν να μπαρκάρουμε; Τότε που γύρισα και σου πα πως δεν θα ‘ρθω; Με κοίταξες έκπληκτος, μα χαμογέλασες στο τέλος. Δεν είναι της κοψιά σου να κρατάς κακία. Ψέματα σου πα, δεν φοβόμουν. Μα δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως σου στερήσω το ταξίδι. Εσύ ήσουν ο ίδιος θάλασσα. Ήσουν εσύ ταξίδι. Εγώ είχα βρει άλλο σκοπό, δεν ήθελα τον κόσμο να γνωρίσω. Έβαλα πλώρη σε ταξίδια αλλιώτικα, τον κόσμο να τον κατακτήσω. Ρίχτηκα με μανία στα αφρισμένα κύματα, όχι της θάλασσας που τόσο αγαπάμε, αλλά εκείνα της γνώσης και της σκέψης της καυτής. Εκείνης που σε αλλάζει, που σε ψήνει, που σε ισιώνει. Όλος του κόσμου ο καημός εκεί, μέσα σε πέλαγα χαρτιού και ωκεανούς από μελάνι. Μπάρκαρα, όχι μαζί σου, μα με του κόσμου τους σοφούς, λιμάνι όμως δεν μπόρεσα να πιάσω. Τάχτηκα κάποτε να βρω απάγκιο, να ρίξω άγκυρα και τελικά να ξαποστάσω. Μα δεν το βρήκα.
Και πέρασαν τα χρόνια, λιμάνι σε λιμάνι εσύ, σελίδα σε σελίδα εγώ. Και όσα έβλεπες εσύ, τα διάβαζα εγώ. Και όσα ζούσες στο πετσί σου, τα αράδιαζα σε κείμενα πικρά. Σε ζήλεψα, η αλήθεια είναι, πολλές φορές. Σαν ήμουν βυθισμένος στις καταιγίδες του μυαλού, ζήλευα τις δικές σου, της θάλασσας και του καιρού. Πόσο αθώος είναι ο καιρός, ο πλέον άγριος, μπροστά στην πιο απλή, στην πιο γυμνή αλήθεια. Και πάντα έψαχνα με τη σειρά μου το σημάδι της χαράς. Τους άσπρους φτερωτούς σου κλέφτες. Γλάροι για σένα, ιδέες για μένα. Εσύ τους έψαχνες σε απόμακρα, παράξενα λιμάνια, εγώ στα μάτια των παιδιών, στα γέλια των μεγάλων. Δεν βρήκα τίποτα. Ποτέ. Παρά μονάχα μια υπόσχεση.
Δεν έχει το ταξίδι τελειωμό, δεν είναι λυτρωμός να βρεις λιμάνι.
Εύχομαι τώρα που διαβάζεις τούτες τις γραμμές, να είσαι εκεί που θέλεις. Ίσως κοντά στον γιο, στην Αφρική. Ίσως αλλού. Μπάλσαμο είναι η στεριά, για το κορμί το θαλασσοδαρμένο, μα που να βρει παρηγοριά, το πνεύμα μου το κουρασμένο; Εύχομαι να’ σαι καλά, και δυνατός, σε ένα λιμάνι όλο γλάρους. Και να πετούν χαρούμενοι σαν κλέφτες, σαν ανέμελα παιδιά, δικά σου παιδιά, στη δική σου ζωή.
Σε αφήνω τώρα. Ελπίζω να μην σε κούρασα πολύ. Μόνο τούτο ακόμα θα σου πω, για να χαρείς. Το ξέρω πως χαίρεσαι μα τη χαρά των άλλων. Σε τούτο το ταξίδι μου, το ατέλειωτο, μπορεί να μην τους βρήκα τους φτερωτούς μας φίλους, μα νιώθω πως έφτιαξα κι εγώ, μικρά απάγκια λιμανάκια, μες τις καρδιές αυτών που με συντρόφεψαν. Κι εκεί θα ξαναρθούν τα’ ανέμελα παιδιά. Θα φωλιάσουν πάλι οι φτερωτοί μας κλέφτες, φέρνοντας τη χαρά. Για όλους.
methexis erratum